Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐμὲ+καὶ+σὲ

См. также в других словарях:

  • Εμέ, Ανούκ — (Anouk Aimée, Παρίσι 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Φρανσουάζ Ντρέιφους (Françoise Sorya Dreyfus). Σπούδασε στο Bauer Therond Dramatic School στο Παρίσι, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει, σε ηλικία μόλις 14 ετών, τις εμφανίσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Εμέ, Μαρσέλ — (Marcel Aymé, 1902 – Παρίσι 1967). Γάλλος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Διακρίθηκε για την καυστική σάτιρα των έργων του. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά, από τα οποία σημαντικότερα είναι τα ακόλουθα: Μπριλμπουά (1927), Το… …   Dictionary of Greek

  • Κοτόν, Εμέ Ογκίστ — (Aimé Auguste Cotton, Μπουργκ αν Μπρες 1869 – Σεβρ 1951). Γάλλος φυσικός. Αρχικά δίδαξε επί πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ και αργότερα αναγορεύθηκε καθηγητής στην École Normale, όπου έμεινε έως το 1920. Το ίδιο έτος ανέλαβε την έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… …   Dictionary of Greek

  • Λουκέρνη — (γερμ. Luzern, γαλλ. Lucerne, ιταλ. Lucerna). Πόλη (59.500 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.493 τ. χλμ., 349.600 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης των Τεσσάρων Καντονιών, πιο… …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… …   Dictionary of Greek

  • κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • κραταιώνω — (AM κραταιῶ, όω) [κραταιός] κάνω κάποιον ή κάτι κραταιό, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενδυναμώνω («τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῡτο πνεύματι», ΚΔ) μσν. αρχ. φρ. «κραταιοῡμαι ὑπέρ τινα» υπερισχύω κάποιου («ἐὰν κραταιωθῆ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι… …   Dictionary of Greek

  • ωιμέ — και ωιμένα και οϊμέ και οϊμένα Ν (σχτλ. επιφών.) αλίμονό μου! [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ω εμέ(να)] …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»