Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τιθείς

См. также в других словарях:

  • τιθεῖς — τίθημι p pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθείς — τίθημι p pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθεις — τίθημι p imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) τίθημι p imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα  остаток, лат. limma, реже leimma)  музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… …   Википедия

  • покладати — ПОКЛАДА|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1.Класть: и покладахѹ волѹ брашна въ ˫аслехъ многа (παρατιϑέασι) ГА XIV1, 41в; прогонѧть нѣкыми писмены лживыми. проклѧтыхъ бѣсовъ ѥлиньскыхъ. пишюще на ˫аблоцѣхъ и покладають на ст҃ѣи трѧпезѣ в годъ ст҃ы˫а литѹрги˫а.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MENTUM — nulli animali praeter hominem; uti nec malae Plin. l. 11. c. 37. Hoc attingere in supplicando, antiquis Graecis mos erat. Idem ibid. c. 45. Unde Ulyssi, ut duro ac inexorabili, obicit Hecuba, quod vultum avertisset, ὡς μὴ προςθίγειν τῆς γενειάδος …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OENANTHINO Pallia (De) — De OENANTHINO Pallia apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 23. Fertur in Euripis vino plenis navales Circenses exhibuisse, pallia de Oenanthino fudisse et elephantorum quatuor quad rigas in Vaticano agitâsse etc. pallia sunt unguentô oenanthinô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεισχορρούν — ἀεισχορροῡν, το (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το αἰσχρόν «τὸ μὲν τοίνυν αἰσχρόν καὶ δὴ κατάδηλόν μοι φαίνεται ὅ νοεῑ καὶ τοῡτο γὰρ τοῑς ἔμπροσθεν ὁμολογεῑται. Τὸ γὰρ ἐμποδίζον καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς τὰ ὄντα λοιδορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • επίβαση — η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω] βάτεμα, οχεία αρχ. μσν. 1. άφιξη, είσοδος 2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ) 3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη μσν. αντικανονική… …   Dictionary of Greek

  • καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»