Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τιθέασι

См. также в других словарях:

  • τιθέασι — τιθέᾱσι , τίθημι p pres ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • девать — одевать, ст. слав. одѣвати и т. д., итер. от деть. Ср. лит. dėvėti носить на себе (платье) , греч. ἔθεαν, τιθέασι, θῶκος сидение из *θόακος (Фик 1, 465; Бецценбергер – Фик, ВВ 6, 238) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Movable nu — In Ancient Greek grammar, movable nu or movable N (Ancient Greek: νῦ ἐφελκυστικόν nû ephelkystikón dragged onto or attracted to ) is an ν (n) placed on the end of some grammatical forms in Attic or Ionic Greek. It is used to avoid two vowels in a …   Wikipedia

  • αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν …   Dictionary of Greek

  • μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»