Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱρέοντες

См. также в других словарях:

  • αἱρέοντες — αἱρέω take with the hand pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνεύω — ΝΑ [σαγήνη] παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τόν σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.) αρχ. 1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη 2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»