Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

128b

  • 1 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

  • 2 βαρύτης

    βᾰρύτης [ῠ], ητος, , ([etym.] βαρύς)
    A weight, heaviness,

    νεῶν Th.7.62

    , cf. Plb.1.51.9; opp. κουφότης, Thphr.HP5.3.1; heaviness of limb,

    β. ναρκώδης Plu.2.978c

    ; of digestion, ἀπεψία καὶ β. ib.128b.
    II of men, troublesomeness, importunity,

    ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31

    ; disagreeableness, D.18.35, Plu.Cor.30, al.;

    β. φρονήματος Id.Cat.Mi. 57

    .
    2 arrogance, Arist.Rh. 1391a28; gravity,

    τοῦ ἤθους Plu. Fab.

    I codd.
    III of sound, depth, low pitch, opp. ὀξύτης, Pl.Prt. 316a, Arist.GA 778a19, de An. 422b30, Aristox.Harm.p.3M., D.H. Comp.11, etc.; the grave accent, opp. ὀξύτης, Arist.Po. 1456b33; absence of accent, A.D.Pron.38.15, al.
    IV Rhet., adoption of an injured tone, Aps.p.331 H.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύτης

  • 3 καλός

    καλός, ή, όν, [dialect] Aeol. [full] κάλος (v. infr.), α, ον, [dialect] Boeot. [full] καλϝός Schwyzer 538 (vi B. C.):—
    A beautiful, of outward form, freq. of persons,

    κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Il.2.673

    : in Hom. usu. in the phrase

    κ. τε μέγας τε Il.21.108

    , al.; μέγας καὶ κ. Od.9.513;

    καλή τε μεγάλη τε 13.289

    , 15.418; καλὸς δέμας beautiful of form, 17.307;

    κ. ἰδέᾳ Pi.O.10

    (11). 103;

    εἶδος κάλλιστος X.Cyr.1.2.1

    ;

    κ. τὸ σῶμα Id.Mem.2.6.30

    ;

    τὰς ὄψεις Theopomp.Hist.195

    ; Χορῷ καλή beauteous in the dance, Il. 16.180: c. inf.,

    καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396

    ; ἐσορᾶν κ. Pi.O.8.19: freq. of parts of the body, fair, shapely, κ. πρόσωπα, ὅμματα, παρήϊα, σφυρά, Il.19.285, 23.66, Od.19.208, Il.4.147;

    Χρώς 5.354

    , al.; of clothes, εἵματα, φάρεα, Χιτών, Χλαῖνα, πέδιλα, Od.6.111, 24.277, Il.2.43, Od.10.365, 1.96;

    πέπλος κάλλιστος ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος Il.6.294

    ; of arms and armour, κνημῖδες, ἀσπίς, σάκος, κόρυς, φάσγανα, ἔντεα, 3.331, 11.33, 22.314, 18.612, 15.713, Od.19.18; of buildings, manufactured articles, etc.,

    αὐλὴ κ. τε μεγάλη τε 14.7

    ; κ. δώματα, τεῖχος, πόλιες, 3.387, Il.21.447, 18.491; ἄμαξα, τράπεζα, θρόνος, 24.267, 11.629, Od.1.131; also τέμενος, ἀγρός, Il.12.314, Od.24.206; so after Hom.,

    Λύδιον κ. ἔργον Sapph.19

    , etc.; ἐέρσα κ. ead.Supp.25.12.
    2 in [dialect] Att. added to a name in token of love or admiration, as Ἀρίσημος κ. IG12.921, etc.; ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί" Ar. Ach. 144, cf.V.98; Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, Σαπφὼ ἡ καλή, Pl.Alc.1.113b, Phdr. 235c.
    b ἡ Καλή or Καλλίστη, as epith., A.Ag. 140 (lyr.), Paus. 1.29.2, CIG 4445 ([place name] Beroea).
    c Καλοί, οἱ, divinities worshipped in childbirth, IG5(1).1445 (Messene, ii B. C.).
    3 τὸ καλόν beauty, Sapph.79, E.IA21 (anap.), etc.; τὰ καλά the proprieties or elegancies of life, Hdt.1.8, 207;

    ἁπάντων καλῶν ἄμμορος Pi.O.1.84

    ;

    αἱ τέχναι ἃς πηγάς φασι τῶν κ. εἶναι X.Cyr.7.2.13

    .
    II with ref. to use, good, of fine quality,

    κ. λιμήν Od.6.263

    ; Βορέῃ ἀνέμῳ.. καλῷ fair, 14.253, 299; κ. ἀργύριον, opp. κίβδηλον, genuine silver, X.Mem.3.1.9; opp. ἀποτετριμμένον, good silver currency, PCair.Zen.21.33 (iii B. C.);

    ἐλαῖαι PHib. 1.49.12

    (iii B. C.);

    γῆ Ev.Luc.8.15

    ;

    κ. οἶνος PFay.133.8

    (iv A. D.);

    στρατόπεδον κάλλιστον Th.5.60

    ;

    ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν LXX Ge. 44.4

    ;

    κ. ἐς στρατιάν X.Cyr.3.3.6

    ;

    πρός τι Pl.Hp.Ma. 295c

    , Grg. 474d, etc.: c. inf.,

    λόφος κάλλιστος τρέχειν X.An.4.8.26

    ; ἐν καλῷ [ τόπῳ] in a good place, καθίζεσθαι, ὁρμεῖν, Ar.Th. 292, X.HG2.1.25; ἐν καλῷ μὲν τοῦ κόλπου καὶ τῶν πόλεων, ἐν κ. δὲ τοῦ τὴν Χώραν βλάπτειν, ib.6.2.9; ἐν καλῷ under favourable circumstances, Th.5.59.60; ἐν κ. (sc. Χρόνῳ ) in good time, in season, E.IA 1106; ἐν οὐ κ. Id.Or. 579; ἐν καλῷ [ ἐστι] c. inf., S.El. 384 (so καλόν ἐστι c. inf., Id.Ph. 1155 (lyr.), Ar. Pax 278, Th.8.2);

    ἐς καλόν S.OT78

    , Pl.Men. 89e, Smp. 174e; τί γὰρ ἐμοὶ ζῆν καλόν; what is the good of life to me? Ph.2.594; καλῇ πίστει, = Lat.bona fide, PTeb.418.14 (iii A. D.).
    2 of sacrifices, auspicious,

    σφάγια A.Th. 379

    ;

    οἰωνοί E. Ion 1333

    ;

    ἱερά Th.4.92

    ;

    τὸ τέλος κ. τῆς ἐξόδου X.An.5.2.9

    ;

    κ. τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ Id.Cyr.3.2.3

    : c. inf.,

    ἰέναι.. κ. ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν Id.An.2.2.3

    : Com., τὰ τῆς πυγῆς κ. (for τοῦ θεοῦ) Ar. Pax 868.
    III in a moral sense, beautiful, noble, honourable, in Hom. only in neut.,

    οὐ καλὸν ἔειπες Od.8.166

    , cf. 17.381;

    μεῖζον κλέος.. καὶ κάλλιον 18.255

    ; freq. καλόν [ ἐστι] c. inf.,

    κ. τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ' ἐμὲ κήδῃ Il.9.615

    ; οὐ γὰρ ἔμοιγε κ. (sc. ἄρχειν) 21.440;

    οὐ κ. ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον Od.20.294

    ; so in Trag.,

    καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν S.Ant.72

    , etc.;

    μάθετε καλὸν ποιεῖν LXXIs.1.17

    : [comp] Comp.,

    οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Od.7.159

    , cf. Il.24.52; after Hom. freq. of actions, etc.,

    κάλων κἄσλων Sapph.Supp.2.4

    (unless of persons here); κ. ἔργματα noble deeds, Pi.I.4(3).42, cf. S.Fr. 839, etc.; ἀναστροφὴ κ. 1 Ep.Pet.2.12: in pl., excellences,

    πλῆθος καλῶν Pi.O.13.45

    ;

    πολλῶν καλῶν δεῖ τῷ καλόν τι μωμένῳ S.Fr. 938

    ; τὰ τοῦ παιδὸς κ. X.Smp.8.17.
    2 τὸ κ. moral beauty, virtue, honour, opp. τὸ αἰσχρόν, Id.Mem.1.1.16, cf. Pl.Smp. 183d, etc.;

    ὅττι καλόν, φίλον ἐστί, τὸ δ' οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν Thgn.17

    , cf. E.Ba. 881 (lyr.), Pl. Ly. 216c;

    οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ, ὡς ἔοικας, κ. τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν Id.Grg. 474d

    , cf. Smp. 201e; τοὐμὸν κ. E.Supp. 300.
    3 of persons, in early writers coupled with ἀγαθός, v. καλοκἀγαθός; later

    κ. ποιμήν Ev.Jo.10.11

    ;

    κ. στρατιώτης

    2 Ep.Tim.

    2.3

    .
    IV in [dialect] Att. and Trag. freq. ironically, fine, specious, γέρας κ. A.Eu. 209;

    κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι S.El. 393

    , cf. E.Ba. 652;

    κ. Χάρις D.9.65

    ;

    κ. ὕβριν ὑβρισμένοι Id.23.121

    ;

    καί σοι.. θωπεῦσαι καλόν S.OC 1003

    ;

    μετ' ὀνομάτων καλῶν Th.5.89

    .
    B Degrees of [comp] Comp.: [comp] Comp. καλλίων, ον, Il.24.52, Od.10.396, etc.: neut. κάλιον [pron. full] [ᾰ] Alc.134: [comp] Sup. κάλλιστος, η, ον, Il.20.233, etc.; late καλλιώτερος or - ότερος, POxy.1672.6 (i A. D.), Sch.E. Tr. 966; also

    καλώτερος Hdn.Epim.69

    .
    C Adv.:—Poets freq. use neut. καλόν as Adv.,

    κ. ἀείδειν Il.18.570

    , Od.1.155;

    καλά Il.6.326

    ; later τὸ κ. Theoc.3.3, 18, Call.Epigr.53, Herod.1.54.
    II regul. Adv. [full] καλῶς ([dialect] Dor. [full] καλώς Sophr.22), well, rightly,

    οὐδ' ἔτι κ. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64

    ; κ. ζῆν, τεθνηκέναι, etc., S.Aj. 479, etc.; κ. φρονεῖν to be in one's right mind, Id.Fr. 836;

    οὐ κ. ταρβεῖς Id.Tr. 457

    ; κ. ἀγωνιεῖσθαι fairly, on the merits of the case, Lys.13.88; Χρήματα δατῆθθαι κ. Leg.Gort.4.39;

    κ. εἰρημένα S.Fr. 576.6

    ;

    κάλλιον λέγεις Pl.Tht. 161b

    ;

    κάλλιστ' ἂν εἴποι S.OT 1172

    : freq. in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, Pl.Prt. 319e, Prm. 128b, etc.
    2 of good fortune, well, happily, κ. πράσσειν, = εὖ π., A.Pr. 979, S.Ant. 271;

    κ. καὶ εὖ πράττειν Pl.Chrm. 172a

    ; κ. ἔχειν to be well, A.Th. 799, etc.;

    κ. ἔχει σοι Ar.Ach. 946

    , cf. S.El. 816; κ. ἔχει c. inf., 'tis well to.., X.Mem.3.11.1: c. gen., κ. ἔχειν τινός to be well off in respect to a thing, Hp.Superf.29;

    κ. παράπλου κεῖσθαι Th.1.36

    ;

    εἰ κ. σφίσιν ἔχοι Id.4.117

    ;

    οὔτε τοῖς θεοῖς ἔφη κ. ἔχειν, εἰ.. X.Mem.1.3.3

    ;

    καλλιόνως ἔχει Pl.Tht. 169e

    , etc.;

    κάλλιστα ἕζει Id.Hp.Ma. 295b

    .
    3 καλῶς, = πάνυ, thoroughly, altogether,

    τὸν κ. εὐδαίμονα A.Fr. 317

    , = S. Fr. 934;

    κ. ἔξοιδα Id.OC 269

    , cf. OT 1008;

    κ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς διεφθάρθαι D.S.13.108

    : [comp] Comp.,

    κάλλιον εἰδέναι Pl.Hp.Ma. 300d

    ; κάλλιον ἐοικέναι to be just like , Hp.Genit.8.
    4 κ. ἀκούειν to be well spoken of, Men.Mon. 285, Plu.2.177e.
    5 κ. ποιῶν rightly, deservedly,

    κ. ποιῶν ἀπόλλυται Ar.Pl. 863

    , cf. D.1.28, al., Aeschin.3.232; in requests, κ. ποιήσεις πριάμενος, etc., PPetr.3p.143 (iii B. C.), etc.; also c. inf.,

    κ. π. γράψαι BGU1203.7

    (i B. C.), etc.
    6 in answers, to approve the words of the former speaker, well said! E.Or. 1216, D.39.15; also, to decline an offer courteously, no, thank you! Ar.Ra. 888;

    κ. ἔχει Antiph.165

    , Men.Pk. 266; πάνυ κ. Ar.Ra. 512; ἀμέλει κ. ib. 532: [comp] Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ ib. 508;

    ἔχει κάλλιστα Theoc.15.3

    .
    8 κ. ὁ ἱερεύς hurrah for the priest! SIG1109.14 (Athens, ii A. D.).
    10 [comp] Comp.

    καλλιόνως Pl.Tht.

    l.c., Lg. 660d: [comp] Sup.

    καλλίστως PMag.Par.1.2443

    ,2465, Sch.E.Hec. 310.
    D for compds., v. καλλι-, καλο-.
    E Quantity: [pron. full] in [dialect] Ep. and early Iamb. Poets (exc. h.Ven.29, Hes.Op.63, Th. 585): [pron. full] in Lyr. (exc.

    κᾱλῶς B.12.206

    ) and Trag. (A. Fr. 314, S.Ph. 1381 are corrupt).--In Eleg., Epigr., and Bucol. Poets [pron. full] or [pron. full] (the latter usu. in thesi);

    τὰ μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται Theoc.6.19

    , cf. Herod.7.115, Call.Jov.55.--In [comp] Comp., [pron. full] in Hom., [pron. full] in Trag. and later.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλός

  • 4 πανταχοῦ

    A everywhere, Hdt.3.117 (nisi leg. πενταχοῦ), Th.4.108, etc.;

    οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. S.Aj. 1252

    ;

    οὐδαμοῦ καὶ π. E. IT 568

    ;

    ἄλλοθι π. Pl.Chrm. 160a

    : c. gen., π. τῆς γῆς (v.l. πολλαχοῦ) Id.Phd. 111a: later with Verbs of Motion,

    ἐξῆλθε ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ π. Ev.Marc.1.28

    : in early writers πανταχοῖ should be restd., as E.IT68, Ar.Lys. 1230.
    II altogether, absolutely, Pl.R. 503a; οὐ π. ᾔσθησαι not at all, Id.Prm. 128b.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταχοῦ

  • 5 παρέχω

    παρέχω, [tense] fut.
    A

    παρέξω Od.18.317

    , Th.8.48,

    παρασχήτω Id.6.86

    , Isoc. 6.71, 15.248 : [tense] pf. παρέσχηκα : [tense] aor. παρέσχον, [dialect] Ep. inf.

    παρασχέμεν Il. 19.147

    ; imper.

    παράσχες E.Hec. 842

    ( παράσχε is f.l.) ; poet.

    παρέσχεθον Hes. Th. 639

    , inf.

    παρασχεθεῖν Ar.Eq. 321

    ; [dialect] Aeol.

    παρέσκεθον Alc. Oxy.1788

    Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.]
    A [voice] Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply,

    φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317

    ;

    δῶρα Il.19.147

    ; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ;

    π. νέας Hdt.4.83

    , 7.21 ;

    τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180

    ;

    χρήματα Th.8.48

    ; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ;

    αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς.. παρέχουσιν Hermipp.63.9

    ; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43.
    2 of natural objects, yield, produce,

    θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113

    ; [ σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835.
    3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ;

    ὀνίαις Alc.88

    ;

    π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23

    ;

    ὕμνον Id.N.6.33

    ;

    αἶσαν Id.O.6.102

    ;

    Σάρδεσιπένθος A.Pers. 322

    ; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC 1498(lvr.), Tr. 708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα)

    ; πόνον Alc.19

    , Hdt.1.177 ;

    ἔργον Ar.Nu. 523

    ;

    π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76

    ; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a.
    II present or offer for a purpose,
    1 c. inf., [ ὄϊες]

    παρέχουσι.. γάλα θῆσθαι Od.4.89

    ;

    π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu. 441

    ;

    τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50

    (withoutinf.,

    πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 210

    ): with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr. 228e ;

    π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap. 33b

    , cf. Prt. 312c ;

    π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9

    : rarely with a part.,

    π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35

    .
    2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted,

    π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17

    ; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ ἑαυτόν] S. Aj. 1146, cf. Ar.Nu. 422 ;

    τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι.. ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54

    , cf. Pl.Grg. 456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib. 475d, cf. Tht. 191a;

    ἕτοιμός εἰμί σοι παρέχειν ἀποκρινόμενος Id.Prt. 348a

    ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys. 162, 227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full,

    π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1

    , Artem.1.78).
    3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so,

    π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2

    ; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt. 312a ;

    ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22

    ; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ;

    τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1

    ;

    π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46

    ;

    δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21

    .
    III allow, grant,

    σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr. 1115

    : c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to.., ib. 1114 ;

    π. αὐτοὺς δικαστὰς.. γίγνεσθαι Th.1.37

    : abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr. 308, Cyc. 203, Ar.V. 1326, Av. 1720 (all lyr.) ;

    πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949

    .
    2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so,

    παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170

    , cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ;

    ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86

    ;

    σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080

    : neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60.
    IV produce a person on demand,

    ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38

    ; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν (leg. αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc.
    V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ;

    π. τινὰς βελτίους And.1.136

    , cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part.,

    π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35

    , cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med. 388, etc.
    B [voice] Med. παρέχομαι, [tense] fut.

    - έξομαι Antipho 5.20

    , Lys.23.8, etc.; also

    παρασχήσομαι Antipho 5.24

    , Lys.9.8 : [tense] aor. 2

    παρεσχόμην Is.3.18

    , 19 : [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense)

    παρέσχημαι X.An.7.6.11

    , D.27.49, 36.35 : freq. used much like [voice] Act., without any reflex. sense:
    1 supply of oneself or from one's own means,

    νέας Hdt.6.8

    ,15,al. ;

    δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17

    ; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax- paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to.., X.An.6.2.10 ; freq. with

    ἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11

    (Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc.
    2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος.. οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd. 81d.
    4 of incorporeal things, display on one's own part,

    πᾶσαν προθυμίην Id.7.6

    , cf. X.An.7.6.11 ;

    πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85

    , cf. 61 ;

    εὔνοιαν D.18.10

    ; χρείας Decr. ap. D.18.84.
    II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap. 19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc.
    V render so and so for or towards oneself,

    θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55

    ;

    δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt. 317b

    , cf. R. 432a, Lg. 809d ; v. supr. A. V.
    VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ.. παρέχονται ἡμέρας .. Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέχω

  • 6 σχεδόν

    σχεδ-όν, Adv., ([etym.] ἔχω, σχεῖν):
    I of Place, near, hard by, [dialect] Ep. and Lyr.,

    δυσμενέες δ' ἄνδρες σ. εἵαται Il.10.100

    ;

    σ. εἴσιδε γαῖαν Od.5.392

    , cf. 24.493; σ. οὔτασε at close quarters, Il.5.458;

    μή πώς σ' ἠὲ βάλῃ ἠὲ σ. ἄορι τύψῃ 20.378

    , cf. 13.576, 16.828: sts. c. dat.,

    οὐ γάρ σφιν παῖδες σ. εἵαται 10.422

    ;

    νῆσοι ναιετάουσι σ. ἀλλήλῃσι Od.9.23

    ;

    οἳ δή σφι σ. εἰσι Hes.Sc. 113

    ; so στάθεν τύμβῳ ς. Pi.N.10.66 (also πὰρ ποδὶ ς. Id.O.1.74; ἀμφ' ἀνδριάντι ς. Id.P.5.40): more freq. c. gen., Φαιήκων γαίης ς. Od.5.288, cf. 475, 6.125, 9.117, 10.156, etc.;

    σ. αἵματος 11.142

    .
    2 with Verbs of motion,

    σ. ἐλθεῖν τινι Il.9.304

    , cf. Hes.Sc. 435; τινος Od.4.439;

    Ἀχαιίδος 11.481

    ;

    ὅστις σ. ἔγχεος ἔλθῃ Il.20.363

    .
    II metaph. ofrelationship, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα ς. Od.10.441.
    2 similar to, c. dat.,

    σ. τούτοις.. αἱ παραλλαγαὶ.. εἰσίν Iamb.Comm.Math.27

    .
    III of Time, [

    θάνατος] δή τοις. εἶσι Il.17.202

    , cf. Od.2.284;

    σοὶ δὲ γάμος σ. ἐστιν 6.27

    ; σοὶ.. φημὶ σ. ἔμμεναι, ὁππότε.. [the time] is near, when.., Il.13.817.
    IV after Hom., about, approximately, more or less, roughly speaking,

    σ. κατὰ ταὐτά Hdt.6.42

    ;

    σ. τι ταὐτά Pl.Prm. 128b

    ;

    σ. τι τοιαῦτα Id.Smp. 201e

    ;

    σ. τι ταῦτα Id.Grg. 472c

    ;

    σ. πάντες Hdt.1.65

    , 2.48, X.HG6.5.33, cf. Act.Ap.13.44, PRyl.81.7 (ii A.D.); πάντα ς. Arist.Mete. 350b21;

    σ. ἅπαντας Ar.Ec. 1157

    ;

    πάντες σ. ἢ οἵ γε πλεῖστοι Arr.Epict.1.11.7

    ;

    σ. ἐκ κρηνῶν οἱ πλεῖστοι ῥέουσιν Arist.Mete. 350b34

    ; σ. περὶ τριακόσια στάδια ib. 351a14; σ. τι πρόσθεν ἢ.. not long before, S.OT 736;

    σ. ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν Hdt.5.20

    ; σὺν τοῖς θεοῖς σ. ἔσται ὁ διάλογος (audit)

    ἕως τῆς λ τοῦ Παχών PTeb.58.58

    (ii B.C.);

    σ... τὸν αὐτὸν.. καιρόν Inscr.Prien.105.13

    (i B.C.); also

    σ. ἴσως Pl.Sph. 253c

    , Arist.Top. 118a13;

    σ. που D.S.36.10

    ;

    σ. ὡς εἰπεῖν Arist.APo. 79a20

    , Rh. 1382b28, Gem.16.28; σ. εἰπεῖν one might almost say, Pl.Sph. 237c, Ath.Mech.3.4, POxy.1033.11 (iv A.D.), PLips.34.16 (iv A.D.).
    2 with Verbs (freq. in [tense] pf.), esp. of saying or knowing,

    σ. εἴρηχ' ἂ νομίζω συμφέρειν D.3.36

    ;

    εἴρηται σ. ἱκανῶς Arist.APr. 32a16

    ; διώρισται ς. Id.Pol. 1328a19;

    τὸν ἐμὸν.. σ. ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.33

    ;

    σ. ἐπίσταμαι S.Tr.43

    ;

    σ. οἶδα E.Tr. 898

    ;

    ἐγὼ σ. τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ Ar.Pl. 860

    ; freq. used to soften a positive assertion with a sense of modesty, sts. of irony,

    σ. γὰρ.. συνίημι Hdt.5.19

    ; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν I dare say I do not.., S.El. 609; σ. τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω I dare say it is a fool who thinks me foolish, Id.Ant. 470; σ. δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν generally speaking in every respect, Th.3.68; σ. οὐδ' ὁπωστιοῦν σοι πείσεται probably not at all, Pl.Phd. 61c; σ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε I think I have an argument, Id.Phdr. 236d.
    3 used in affirmative answers, I suppose so, I dare say, Id.Sph. 250c, 255c, al.
    V perhaps, ὑποδραμὼν σ. φασεῖ ( φάσει codd.) Dius ap.Stob.4.21.17.
    VI = σχέδην, ἠκολούθει σ. J.BJ1.17.2 (unless = followed at no long distance).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχεδόν

  • 7 ψηλαφίνδα

    ψηλᾰφ-ίνδᾰ παίζειν, play
    A blind-man's-buff, Phryn.PSp.128 B (- ίνδρα cod.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψηλαφίνδα

  • 8 ψυχορροφέω

    A suck out the life, Phryn.PS p.128B.; cf. ψυχορόφους.
    II ([etym.] ψῦχος) drink cold water, Pl.Com.259.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχορροφέω

  • 9 ὑπέρ

    ὑπέρ [], [dialect] Ep. also [full] ὑπείρ, used by Hom. (metri gr.) only in the phrase ὑπεὶρ ἅλα (v. ὑπείρ); Arc. [full] ὁπέρ (q. v.): in [dialect] Aeol. replaced by περί (v.
    A

    περί A.

    V): Prep. governing gen. and acc., in Arc. also dat. (Cf. Skt. upaári 'above', Goth. ufar, OE. ofer 'over':—from it are formed the [comp] Comp. and [comp] Sup. ὑπέρτερος, -τατος, also Adv. ὕπερθεν, and Nouns ὑπέρα, ὕπερος.)
    A WITH GENIT.,
    I of Place, over;
    1 in a state of rest, over, above, freq. in Hom.,

    βάλε.. στέρνον ὑ. μαζοῖο Il.4.528

    ; χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑ. γονάτων not reaching to the knees, X.An.5.4.13;

    ἕστηκε.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑ. αἴης Il.23.327

    ;

    εἴθ' ὑ. γῆς, εἴτ' ἐπὶ γῆς, εἴθ' ὑπὸ γῆς Thphr.Ign.1

    ; στῆ δ' ἄρ' ὑ. κεφαλῆς stood over his head as he lay asleep, Il.2.20, Od.4.803, al.;

    πασάων ὕ. ἥ γε κάρη ἔχει 6.107

    ;

    ὑ. πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, ἦα 16.471

    ; ὑ. κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο διεξελαύνοντι over head, i. e. over the gateway, Hdt.1.187;

    ὑ. τῆς ὀροφῆς IG12.373.246

    ; ὑ. τοῦ ἀγάλματος ib.264;

    ὄρος τὸ ὑ. Τεγέης Hdt.6.105

    ; τὰ ὑ. κεφαλῆς the higher ground, X.Ages.2.20; Ἰονίας ὑ. ἁλὸς οἰκέων on the Ionian sea, i.e. on its shores, Pi.N.7.65;

    λιμὴν καὶ πόλις ὑ. αὐτοῦ κεῖται Th.1.46

    , cf. 6.4, D.C.40.14: of relative geographical position, above, farther inland,

    οἰκέοντες ὑ. Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν Hdt.1.175

    ;

    ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑ. Αἰγύπτου Th.2.48

    ;

    τοῖς ὑ. Χερρονήσου Θρᾳξίν X.An.2.6.2

    ;

    ὑ. Μασσαλίας Plb.2.14.8

    , cf. 5.73.3, al.: in Hellenistic Gr. the acc. is commoner in this sense, v. infr. B. I.
    b of ships at sea, off a place, Th.1.112, 8.95;

    ναυμαχίην τὴν ὑ. Μιλήτου γενομένην Hdt.6.25

    ; ὑ. τούτου (sc. Φαλήρου) ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ib. 116.
    2 in a state of motion, over, across,

    κῦμα νηὸς ὑ. τοίχων καταβήσεται Il.15.382

    ;

    τὸν δ' ὑ. οὐδοῦ βάντα προσηύδα Od.17.575

    ;

    πηδῶντος.. τάφρων ὕ. S.Aj. 1279

    ;

    ὑ. θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις A.Ag. 576

    ; ἐκκυβιστᾶν ὑ. [ τῶν ξιφῶν] X.Smp.2.11.
    3 over, beyond,

    ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῦ ὑ. πόντου Od.13.257

    .
    II metaph., in defence of, on behalf of,

    τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕ. Il.7.449

    ;

    ἑκατόμβην ῥέξαι ὑ. Δαναῶν 1.444

    : generally, for the prosperity or safety of,

    τὰ ἱερὰ ὑ. τῆς Εὐβοίας θῦσαι IG12.39.65

    , cf. 45.5;

    ἱερὰ θυόμενα ὑ. τῆς πόλεως X.Mem.2.2.13

    ;

    ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ὑ. τε ὑμῶν καὶ τῶν τέκνων UPZ14.27

    (ii B.C.); in dedications (always with reference to living persons),

    Σμικύθη μ' ἀνέθηκεν.. εὐξαμένη.. ὑ. παίδων καὶ ἑαυτῆς IG12.524

    , cf. 22.4403, 42(1).569 (Epid.);

    Ἀρτέμιδι Σωτείρᾳ ὑ. βασιλέως Πτολεμαίου Ἐπικράτης Ἀθηναῖος OGI18

    (Egypt, iii B. C.), cf. 365 (Amasia, ii B. C.), al.; ὑ. τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος ib.702.3 (Egypt, ii A.D.); ὑ. τῆς τύχης.. Ἀντωνείνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς ib.703.2 (Ptolemais, ii A.D.); ὑ. σωτηρίας τοῦ κυρίου ἡμῶν.. Ἀντωνείνου ib.706 (Egypt, ii/iii A. D.);

    εὑδόντων ὕ. φρούρημα A.Eu. 705

    ; ὑ. τινὸς κινδυνεύειν, μάχεσθαι, βοηθεῖν, Th.2.20, Pl.Lg. 642c, X.An.3.5.6;

    ἧς ἔθνῃσχ' ὕ. S.Tr. 708

    ;

    ὑ. γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν Hdt.8.70

    ;

    ὑ. τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι Pl.Lg. 692d

    ; ἀμυνῶ ὑ. ἱερῶν καὶ ὁσίων Jusj. ap. Poll.8.105;

    νῦν ὑ. πάντων ἀγών A.Pers. 405

    ;

    ὑ. δόξης τελευτήσαντες D.23.210

    , cf. Isoc.6.93; πάνθ' ὑ. ὑμῶν φανήσεται πράξας Χαβρίας, καὶ τὴν τελευτὴν αὐτὴν τοῦ βίου πεποιημένος οὐχ ὑ. ἄλλου τινός in your interests, D.20.80, cf. 83;

    ὑ. τῆς Ἀσίας στρατηγήσας Isoc.4.154

    ; of things sought,

    ὑ. τοῦ νεκροῦ ὠθισμὸς ἐγένετο πολύς Hdt.7.225

    ; ἀφίκετο ὑ. γενεᾶς, ὑ. φωνᾶς, ὑ. τοῦ θησαυροῦ, IG42 (1).121.10,42, 123.11 (Epid., iv B.C.);

    γίνωσκέ με πεπορεῦσθαι εἰς Ἡρακλέους πόλιν ὑ. τῆς οἰκίας UPZ68.3

    (ii B. C.); sts. even of the thing to be averted, ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕ. about slavery, A.Th. 111 (lyr.), cf. Aeschin.3.10.
    2 for, instead of, in the name of, ὑ. ἑαυτοῦ τι προϊδεῖν on his own behalf, Th.1.141;

    ὑ. τινὸς ἀποκρίνεσθαι Pl.R. 590a

    ;

    προλέγειν X.An.7.7.3

    ;

    ἐπεὶ οὖν σὺ σιωπᾷς, ἐγὼ λέξω καὶ ὑ. σοῦ καὶ ὑ. ἡμῶν Id.Cyr.3.3.14

    , cf. S.El. 554; ὑ. Ζήνωνος πράσσων as Zeno's representative, PSI4.389.8 (iii B. C.);

    ἔγραψεν ὑ. αὐτῶν διὰ τὸ φάσκειν αὐτοὺς μὴ εἰδέναι γράμματα PGrenf.2.17.9

    (ii B. C.); θεάσασθε ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ' ἔσεσθ' ὑ. Φιλίππου as though by commission from P., D.3.6; so in other dialects c. acc., v. infr. B. v.
    3 in adjurations, with verbs of entreaty, entreat one as representative of another, τῶν ὕ. ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων, i. e. I entreat you as they would if they were here, Il.15.665, cf. 660; then more metaph., by, λίσσομ' ὑ. ψυχῆς ( as you value your life)

    καὶ γούνων σῶν τε τοκήων 22.338

    , cf. 24.466;

    λίσσομ' ὑ. θυέων καὶ δαίμονος.. σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων Od.15.261

    ;

    λίσσου' ὑ. μακάρων σέο τ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων A.R.3.701

    ; ὑ. ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός in the name of Zeus, AP7.499.2 (Theaet.); so [dialect] Aeol. περ (v.

    περί A.

    V).
    4 of the cause or motive, for, because of, by reason of,

    ἀλγέων ὕ. E.Supp. 1125

    (lyr.);

    ὑ. παθέων Id.Hipp. 159

    (lyr.);

    ἔριδος ὕ. Id.Andr. 490

    (lyr.); of punishment or reward, for, on account of,

    τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕ. S.Ant. 932

    (anap.), cf. Isoc.11.39, Lys.3.43, 4.20, 13.41,42, X.An.1.3.4; ἀτῆθθαι ὑ. τῶ πατρὸς τὰ πατρώϊα the father's property shall pay the fine for the father, Leg.Gort.11.42;

    ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑ. τοῦ δούλου PHal. 1.198

    (iii B. C.); τοῦτον (viz. a runaway slave)

    ὃς ἂν ἀναγάγῃ, λήψεται ὅσα καὶ ὑ. τοῦ προγεγραμμένου UPZ121.24

    (ii B. C.);

    τὸ κατεσκευασμένον ὑ. τῆς ἡμετέρας σωτηρίας Ἰσιδεῖον

    as a thank-offering for..,

    Sammelb.3926.12

    (i B. C.);

    ὑ. ὧν ἐτιμήσαμεν αὐτοὺς ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Isoc.9.57

    ;

    ἀποδοῦναι χάριν ὑ. ὧν.. ἅπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν Id.4.56

    ; of payment,

    ἡμιωβέλιον ὑ. ἑκάστου IG12.140.2

    ; μέτρησον Ποσειδωνίῳ ὑ. Ἡρακλείδου on account of H., i.e. debiting H.'s account, PFay.16 (i B. C.); μετρήσω ὑ. σοῦ εἰς τὸ δημόσιον for the credit of your account, PAmh.2.88.22 (ii A. D.);

    ὑ. λαογραφίας Ostr.Bodl. iii 80

    (i A. D.);

    ὑ. λόγου ἀννώνης Ostr. 1479

    (iii A. D.);

    ὑ. ὧν ἔμαθεν καταβαλεῖν μισθόν Jul.Or.3.126a

    , cf. Ael.NA3.39.
    5 ὑ. τοῦ μή c. inf., for the purpose of preventing or avoiding,

    ὑ. τοῦ μηδένα.. βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν X.Hier.4.3

    ;

    ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ προσταττόμενον Isoc.7.64

    , cf. 12.80;

    τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν.. ὑ. τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι D.18.204

    : also without μή, for the sake of, ὑ. τοῦτοῖς ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνῄσκειν to be ready to die for the sake of.., Isoc.6.94;

    μὴ τοσαύτην ποιεῖσθαι σπουδὴν ὑ. τοῦ βλάψαι τοὺς πολεμίους ἡλίκην ὑ. τοῦ μηδὲν αὐτοὺς παθεῖν δεινόν Plb.3.94.9

    , cf. 5.32.1, 5.86.8: this constr. is found also in signf. A. 111.
    III concerning,

    ὑ. σέθεν αῐσχε' ἀκούω Il.6.524

    ;

    κᾶρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑ. καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32

    ;

    Σκύθαι μὲν ὧδε ὑ. σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι Hdt.4.8

    ; τὰ λεγόμενα ὑ. ἑκάστων v.l. in Id.2.123;

    τοὺς ὑ. τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20

    ; διαλεχθῆναι, ἀγορεύειν ὑ. τινός, Pl.Ap. 39e, Lg. 776e; περὶ μὲν οὖν τούτων τοσαῦτά μοι εἰρήσθω, ὑ. ὧν δέ μοι προσήκει λέγειν .. Lys.24.4, cf. 21, 16.20;

    ὑ. οὗ.. ὁμολογῶ.. διαφέρεσθαι τούτοις D.18.31

    ; βουλευομένων ὑ. τοῦ ποίαν τινὰ [ εἰρήνην ποιητέον] Id.19.94;

    ἔγραψάς μοι ὑ. τῶν καμίνων PCair.Zen. 273.2

    (iii B. C.);

    ἐνεκάλουν ὑ. σύκων PSI6.554.24

    (iii B. C.);

    ἐπεδώκαμέν σοι ὑπόμνημα ὑ. τοῦ μὴ εἰληφέναι τὴν.. ὄλυραν UPZ46.4

    (ii B. C.);

    συλλαλήσαντες ὑ. τοῦ τὴν πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις Plb.1.43.1

    ; θροῦς ὑ. τοῦ τὸν Λυκοῦργον ἐκπέμπειν talk of sending L., Id.5.18.5, cf. 6; γνώμην ὑ. τῆς κοινῆς [ δόξης] Isoc.6.93;

    ὑ. τῶν τούτου λῃτουργιῶν.. ὡδὶ γιγνώσκω D.21.152

    ;

    ἐκ τῶν ἐμφανῶν ὑ. τῶν ἀφανῶν πιστεύειν Jul.Or. 4.138b

    ; with vbs. expressing emotion,

    ποίας.. γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ' ὕ.; S.OT 989

    ;

    εἰ τὰ παρὰ σοὶ καλῶς ἔχει, θάρρει ὑ. ἐκείνων X.Cyr.7.1.17

    ;

    οὐδεὶς ὑ. μου δαιμόνων μηνίεται κατασφαγείσης A.Eu. 101

    (approaching sense 11.1).
    I of Place in reference to motion, over, beyond, freq. in Hom., e.g.

    ὑ. ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.16

    , cf. 851;

    ἀλάλησθε.. ὑπεἰρ ἅλα Od.3.73

    , cf. 7.135, al., A.Eu. 250, S.Ant. 1145 (lyr.);

    ὑ. τὸν δρύφακτον ὑπερτιθέμενοι Plb.1.22.10

    : without such reference,

    ὑ. Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦσι Pl.Criti. 108e

    , cf. Jul.Or.1.6d;

    τὰς κεφαλὰς ὑ. τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Plb.3.84.9

    ;

    τῶν ὑ. τὸ Σαρδῷον πέλαγος τόπων Id.2.14.6

    ;

    ὑ. Μασσαλίαν Id.2.16.1

    ;

    λόφον κείμενον ὑ. τὴν ὁδόν Id.2.27.5

    , cf. 3.47.2, al.;

    τῶν συριῶν ὑ. τὴν σκηνὴν οὐσῶν PHib. 1.38.7

    (iii B. C.);

    οὐλὴ.. ὑ. ὀφρὺν δεξιάν PCair.Zen.76.13

    (iii B. C.);

    τὸ ὑ. τὸν ἔσχατον.. σπόνδυλον Sor.1.102

    ;

    ὑ. τὸν οὐρανόν Jul.Or. 4.135a

    .
    II of Measure, above, exceeding, beyond,

    ὑ. τὸν ἀλαθῆ λόγον Pi.O.1.28

    ;

    ὑ. τὸ βέλτιστον A.Ag. 378

    (lyr.);

    ὑ. ἐλπίδα S.Ant. 366

    (lyr.);

    ὑ. δύναμιν Th.6.16

    ;

    μεγέθει ὑ. τοὺς ἐν τῇ νηΐ Pl.R. 488b

    ;

    ὑ. ἄνθρωπον εἶναι Id.Lg. 839d

    , Luc.Vit.Auct.2; ὑ. ἡμᾶς beyond our powers, Pl.Prm. 128b;

    ὑ. τὴν ἀξίαν E.HF 146

    ;

    ὑ. τὴν οὐσίαν Pl. R. 372b

    ; ὑ. τὸ ὕδωρ (cf.

    ὕδωρ 1.4

    ) Luc.Pr.Im.29.
    b after [comp] Comp., than, δυνατώτεροι ὑ. .. LXX Jd.18.26: so after Posit., τοῖς ἀγαθοῖς ὑ. αὐτόν better than he, ib.3 Ki.2.32.
    2 of transgression, in violation of, ὑ. αἶσαν, opp. κατ' αἶσαν, Il.3.59, al.;

    ὑ. Διὸς αἶσαν 17.321

    ;

    ὑ. μοῖραν 20.336

    ; ὑ. μόρον (or ὑπέρμορον) ib.30;

    ὑ. θεόν 17.327

    ;

    ὑ. ὅρκια 3.299

    , al.
    III of Number, above, upwards of, τὰ ὑ. δέκα μνᾶς [ ξυμβόλαια] IG12.41.23, cf. 22.48, al.;

    ὑ. τεσσεράκοντα ἄνδρας Hdt.5.64

    ; ὑ. τετταράκοντα (sc. ἔτη) X.HG5.4.13;

    ὑ. τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι Id.Cyr.1.2.4

    ; ὑ. ἥμισυ more than half, ib.3.3.47.
    IV of Time, beyond, i.e. before, earlier than,

    ὁ ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμος Th.1.41

    ;

    ὑ. τὴν φθοράν Pl.Ti. 23c

    .
    V in some dialects, in sense A. 11.1,2, on behalf of,

    ὑ. τὰν πόλιν SIG437

    (Delph., iii B. C.), al., cf. IG42(1).109iv113 (Epid., iii B. C.), 5(2).438-40,442 (Megalop., ii B. C.), 42(1).380,665 (Epid., i A. D.), IPE4.71.10 (Cherson., ii A. D.); in sense A. 111, concerning,

    ἐπικράνθη μοι ὑ. ὑμᾶς LXX Ru.1.13

    .
    C WITH DAT., only Arc., μαχόμενοι ὑ. τᾷ τᾶς πόλιος ἐλευθερίᾳ fighting for.., IG5(2).16 (Tegea, iii B. C.).
    D POSITION: ὑπέρ may follow its Subst., but then by anastrophe becomes ὕπερ, Il.5.339, Od.19.450, al., S.OT 1444, etc.
    E AS ADV., over-much, above measure,

    ὑπὲρ μὲν ἄγαν E.Med. 627

    (lyr.); also written ὑπεράγαν, Str.3.2.9, Ael.NA3.38, etc.; cf. ὑπέρφευ: as a predicate, διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ I am more [ than they], 2 Ep.Cor.11.23.
    F IN COMPOS. ὑπέρ signifies over, above, in all relations, e. g.,
    1 of Place, over, beyond, as in ὑπεράνω, ὑπέργειος, ὑπερβαίνω, ὑπερπόντιος.
    2 of doing a thing for or in defence of, as in ὑπερμαχέω, ὑπερασπίζω, ὑπεραλγέω.
    3 above measure, as in ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρ

См. также в других словарях:

  • Apartment Porat 128B — (Porat,Хорватия) Категория отеля: Адрес: 51511 Porat, Хорватия …   Каталог отелей

  • Apartment Porat 128B — (Porat,Хорватия) Категория отеля: Адрес: 51511 Porat, Хорватия …   Каталог отелей

  • Noth (Subst.) — 1. Ai d r Nût fresst d r Taif l Flîja. (Oesterr. Schles.) – Peter, 453. 2. Aus der Noth hilft kein Schreien (Handeln). 3. Aus der Noth in den Tod. 4. Aus Noth trägt mancher Mann Sammthosen. (Görlitz.) Weil die Wochentagshosen zerrissen sind, muss …   Deutsches Sprichwörter-Lexikon

  • Thür — 1. A breite Thür herein ün a schmale heraus. (Jüd. deutsch. Warschau.) Von anscheinend lockenden Geschäften, die uns später viel Sorge machen. 2. An der Thür des vollen Gewölbes drängen sich Freunde und Verwandte, aber die kalte Küche ist leer. 3 …   Deutsches Sprichwörter-Lexikon

  • PCI Express — Not to be confused with PCI X. PCI Express Year created 2004 Created by Intel · Dell · IBM · …   Wikipedia

  • Code 128 — Wikipedia encoded in Code 128 B Code 128 is a very high density barcode symbology. It is used for alphanumeric or numeric only barcodes. It can encode all 128 characters of ASCII and, by use of an extension character (FNC4), the Latin 1… …   Wikipedia

  • Midrash Hashkem — Rabbinic Literature Talmudic literature Mishnah • Tosefta Jerusalem Talmud • Babylonian Talmud Minor tractates Halakhic Midrash Mekhilta de Rabbi Yishmael (Exodus) Mekhilta de Rabbi Shimon (Exodus) Sifra (Leviticus) Sifre (Numbers Deuteronomy)… …   Wikipedia

  • Lamia (Hetäre des Demetrios) — Lamia war eine berühmte athenische Hetäre, die Ende des 4. Jahrhunderts v. Chr. nachweisbar ist und die Geliebte des hellenistischen Herrschers und Diadochen Demetrios I. Poliorketes wurde. Leben Lamia war die Tochter eines Atheners namens… …   Deutsch Wikipedia

  • PCI Express — PCI E PCI Express PCI Express logo Год открытия: 2002 (1.0) 15 января 2007 (2.0) ноябрь 2010 (Спецификации версии 3.0) Разработчик: Intel, PCI Special Interest Group Что эта шина заменила: AGP, PCI X, PCI …   Википедия

  • NGC 2347 — Галактика История исследования Открыватель Уильям Гершель Дата открытия 1 ноября 1788 Обозначения NGC 2347, UGC 3759, IRAS07112+6447, MCG 11 9 …   Википедия

  • Беркут — Aquila chrysaerus см. также 7.1.2. Род Настоящие орлы Aquila Беркут [128] Aquila chrysaerus Самый крупный орел. Молодые птицы отличаются светлым основанием хвоста и размытыми светлыми пятнами в середине нижней стороны крыльев. У взрослых на… …   Птицы России. Справочник

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»