Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καθίζω

См. также в других словарях:

  • καθίζω — καθίζω, κάθισα, καθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η μτχ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθίζω — aB* pres ind act 1st sg καθίζω aB* pres subj act 1st sg καθίζω aB* pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — κάθισα, καθισμένος 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει, τον τοποθετώ: Με κάθισε δίπλα του. 2. κάθομαι: Κάθισε κάτω και μη μιλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθίζεσθε — καθίζω aB* pres ind mp 2nd pl καθί̱ζεσθε , καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl καθίζω aB* pres imperat mp 2nd pl καθίζω aB* pres ind mp 2nd pl καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζετε — καθίζω aB* pres ind act 2nd pl καθί̱ζετε , καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl καθίζω aB* pres imperat act 2nd pl καθίζω aB* pres ind act 2nd pl καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζομεν — καθίζω aB* pres ind act 1st pl καθί̱ζομεν , καθίζω aB* imperf ind act 1st pl καθίζω aB* pres ind act 1st pl καθίζω aB* imperf ind act 1st pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζει — καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind act 3rd sg καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζῃ — καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres subj mp 2nd sg καθίζω aB* pres ind mp 2nd sg καθίζω aB* pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίξω — καθίζω aB* fut ind act 1st sg καθί̱ξω , καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (doric) καθίζω aB* aor subj act 1st sg (doric) καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσαντα — καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc pl καθίζω aB* aor part act masc acc sg καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc pl καθίζω aB* aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»