-
1 ημίονοι
-
2 ἡμίονοι
-
3 ἡμίονος
ἡμίον-ος, ἡ, Il.2.852, Pi.O.6.22, Rev.Phil. 50.67 (Didyma, ii B.C.), etc.; ὁ, Il.17.742, Pl.Ap. 27e, etc.: [dialect] Aeol. [pref] αἰμί- Sapph.Supp. 20a.14:—A half-ass, i.e. mule, Il.10.352, al., Arist. HA 576b11, etc.;ταλαεργός Il.23.654
: prov.,γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι Thgn.996
; ἐφ' ἡμιόνων on a car drawn by mules, Il.24.702; εἰς ἡμιόνους ποιεῖν to write an ode on a team of racing-mules, Arist.Rh. 1405b26: prov., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, i.e. never, Hdt.3.153: metaph., ἡ. βασιλεύς, i.e. half-Mede, half-Persian, Orac. ap. Hdt. 1.55.2 ἡ. ἀγροτέρα wild ass, onager, Il.2.852; αἱ ἐν Συρίᾳ καλούμεναι ἡ. Arist.HA 491a2, cf. 580b1, al.II as Adj., βρέφος ἡμίονον a mule-foal, Il.23.266.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίονος
-
4 ὑποζύγιον
A beast for the yoke, beast of draught or burden, Thgn.126, Hdt.9.39, Pl.Lg. 873e, etc.: pl., Hdt.1.167, 3.25, 9.24,39, 41, etc.;ὑποζύγια καλούμενα πάντα ὁμοίως, βοῦς, ἡμιόνους, ἵππους X.Oec.18.4
: as Adj.,ὑποζύγιαι ἡμίονοι Ar.Byz.
ap. Eust.1625.41;ὑ. ζῷα PMasp. 2 ii 3
(vi A. D.).II later specifically an ass, LXX Za. 9.9, Ev.Matt.21.5, 2 Ep.Pet.2.16;ἡμίονοι καὶ ὑποζύγια PCair.Zen. 158
, (iii B. C.);βοῦς ἢ ὑ. ἢ πρόβατον PPetr.3p.56
(iii B. C.);οὖρον οἷον ὑποζυγίου Hp.Aph.4.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποζύγιον
-
5 ἁγεμονεύω
a abs.,τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος ἄρκεσε Κρόνιον παρ' ὄχθον ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι Ἐφαρμόστῳ O. 9.3
b c. acc. cogn., κεῖναι γὰρ (sc. ἡμίονοι)ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
-
6 κεῖνος
κεῑνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους; -αι; κεῖνο nom., acc., -α acc.: ἐκεῖνος codd., O. 2.99, O. 3.31, O. 6.102, O. 10.30, O. 10.41, O. 13.76, O. 13.87, P. 3.55, N. 3.11, N. 5.22, I. 8.65, fr. 137. 1, corr. Boeckh.)1 that, those cf. Des Places, 67.a with prior reference.ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα those 29 victories of the trainer Melesias O. 8.62 κεῖνον κατὰ χρόνον sc. of his victory O. 10.102 κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει Typhos P. 1.25 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron. P. 1.42 κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους those with which he won his victory P. 2.8 “ κεῖνος ὄρνις” P. 4.19 “ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” Libya P. 4.48ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας Damophilos P. 4.289 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (τὸν Ἀρκεσίλαν. Σ.) P. 5.107κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς Chromios N. 1.9 ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμόν ( Αἰδώς v. 33) N. 9.36 κείνων λυθέντες ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35. ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. pro subs., emphasising some previously mentioned person or thing, ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (Hieron v. 23) O. 1.101 καὶ κεῖνος, ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (Theron v. 95) O. 2.99 κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ἐπίστανται ( ἡμίονοι v. 22) O. 6.25 κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (Hermes v. 79) O. 6.80 θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι (the relatives of Hagesias in Stymphalos and Syracuse, cf. οἴκοθεν οἴκαδ v. 99) O. 6.102 κείνοισι μὲν — πολὺν ὗσε χρυσόν (the Rhodians v. 48: κείνοις ὁ coni. Mingarelli) O. 7.49 κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (Melesias v. 54) O. 8.62 κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν ( Χάριτες v. 27) O. 9.28 κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( λαοί v. 46) O. 9.53 δάμασε καὶ κείνους (Kteatos and Eurytos v. 28) O. 10.30 καὶ κεῖνος ( Αὐγέας v. 35) O. 10.41 ἀπὸ κείνου χρήσιος (Polyidos v. 75) O. 13.76 σὺν δὲ κείνῳ (Pegasos v. 86) O. 13.87 τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna v. 60) P. 1.61 ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Asklepios from v. 53) P. 3.55 τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (Hieron v. 72) P. 3.75 μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (the golden fleece v. 69) P. 4.69 “ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (the family of Cheiron v. 105) P. 4.105 κείνου γε κατὰ κλέος (Jason v. 123) P. 4.125 σὺν κείνοισι (with his relatives = οἱ δ v. 133) P. 4.134 “ κείνων φυτευθέντες” (Kretheus and Salmoneus v. 143) P. 4.144 κεῖνος γὰρ (Damophilos v. 281) P. 4.281 κεῖνόν γε καὶ (Battos v. 55) P. 5.57 κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (the marriage of Apollo and Cyrene v. 66) P. 9.68 κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν (Nereus v. 94) P. 9.95πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.123
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν ( τινα v. 64) N. 1.68 ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (the triumph singers v. 4) N. 3.11 κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι (Kallikles v. 80) N. 4.85 πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Aiakidai v. 15) N. 5.22 ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (Peleus v. 26) N. 5.30 καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (Peleus v. 36: καὶ σοῦ e Σ Christ) N. 5.43 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (Praxidamos v. 15) N. 6.17 ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Aiakos v. 8) N. 8.10 κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν ( Φθόνος, from φθονεροῖσι v. 21) N. 8.23 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (Amphitryon v. 13) N. 10.14 κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (Lynkeus v. 61) N. 10.62 κεῖνοι γὰρ (Kastor and Iolaos v. 16) I. 1.17 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Aiakidai v. 43) I. 5.47 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (Telamon v. 26) I. 6.31 ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας (Nikokles v. 64) I. 8.65 κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (the ancestors of the Abderitans v. 59) Πα. 2.. Διὸς παῖς ὁ χρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. as antecedent of preceding relative clause, οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.b without prior reference. ( θεὸς)ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. O. 6.1022 τοιοῦτος, such a one as that εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.7 προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (τουτέστι τὸν τοιοῦτον. Σ: such as Homer lit for Aias) I. 4.43 σειρῆνα δὲ κόμπον μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.3 fragg. ]ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν (Teuffel: ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ codd.) fr. 137. 1. κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. -
7 δατέομαι
A v.l. -έεσθαι) Hes. Op. 767: [tense] fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354
(tm.): [tense] aor.ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208
, Il.1.368, etc.; [dialect] Ion.δασάσκετο 9.333
(δια-, tm.): [tense] pf.δέδασμαι Diog.Apoll.3
, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): [tense] aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves,ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138
; ;ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511
, cf. Od.2.335, etc.;χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55
; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters,κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112
; ; ὑπέστην Ἕκτορα.. δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr. 450.2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121.3 cut in two,τὸν μὲν.. ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394
.II in act. sense, simply, divide, having divided into..,Hdt.
7.121; divide or give to others,τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ.. τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216
;τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279
;μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43
, Oec. 7.24;τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27
: [tense] pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF 1329.— [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct [dialect] Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δατέομαι
-
8 δύσλοφος
δύσ-λοφος, ον,A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024;χείρ B.12.46
; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4;δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr. 931
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσλοφος
-
9 ζευγίτης
A yoked in pairs,ζευγίτιδες ἵπποι Call.Ap.48
;ἡμίονοι ζευγῖται D.S.17.71
; of soldiers, in the same rank, Plu.Pel.23; κάλαμος ζ. a reed of which were made the mouthpieces of the double flutes ([etym.] ζεύγη), Thphr.HP4.11.3.II ζευγῖται, οἱ, the third of Solon's four classes of Athenian citizens, so called from their being able to keep a team ([etym.] ζεῦγος) of oxen, Arist.Pol. 1274a20, Ath.4.3, Lexap.D.43.54, IG12.45.40, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευγίτης
-
10 κραταίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπους
-
11 κρατερῶνυξ
A strong-hoofed, solid-hoofed,ἵπποι Il.5.329
,16.724, al.;ἡμίονοι 24.277
, Od.6.253; strong-clawed, ; with strong nails, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατερῶνυξ
-
12 προφερής
A carried before, placed before, excelling, c. gen., : Hom. only [comp] Comp. (exc. [comp] Sup.,ἅλματι.. πάντων προφερέστατος Od.8.128
), more excellent, : c. dat. rei,βίῃ προφερέστερος 21.134
: c. inf., [ἡμίονοι] βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι Il.10.352
: [comp] Sup.,προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Hes.Th.79
, 361 (where it is commonly interpreted eldest);ἀνὴρ προφερέστατος ἀνδρῶν IG14.935
, cf. Theoc.17.4; ἡνιόχων π. IG14.1628, cf. Epigr.Gr. 435 ([place name] Trachonitis); also [comp] Comp. and [comp] Sup., προφέρτερος, προφέρτατος in the sense of older, eldest, S.Fr. 447, OC 1531.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφερής
-
13 συνωριστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνωριστής
-
14 ἀγρότερος
A wild animals, ἡμίονοι, σύες, αἶγες, Il.2.852, 12.146, Od.17.295;ἀγροτέρης ἐλάφοιο Hes.Sc. 407
;φὴρ ἀ. Pi.P.3.4
: abs.,ἀγρότεροι Theoc.8.58
;ἀ. καὶ νέποδες AP6.11
(Satyr.).2 of countrymen, AP9.244 (Apollonid.), APl.4.235 (Id.).3 of plants, wild, AP9.384.8, cf. Nic. Th. 711, Coluth.111.II ([etym.] ἄγρα) fond of the chase, huntress, of the nymph Cyrene, Pi.P.9.6: metaph.,μέριμνα ἀ. Id.O.2.60
.2 pr. n. Ἀγροτέρα, Artemis the huntress, Il.21.471, X.Cyn.6.13; worshipped at Agra in Attica, IG2.467, Paus.1.19.6; at Sparta and elsewhere, X.HG4.2.20, Ar.Eq. 660, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότερος
-
15 ἀδμής
2 of animals, unbroken,ἡμίονοι.. ἀδμῆτες Od.4.637
.3 c. gen., ἀδμᾶτες νούσων unsubdued by.., B.Fr.19. -
16 ἀπήνη
A four-wheeled wagon, drawn by mules,ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Il.24.324
, cf. Od.6.57 with 69,72,73,82; much the same as ἅμαξα, cf. Il.24.266 with 324, Od.6.72 with 73: of a racing-car, drawn by mules,ἡμιόνοις ξεστᾷ τ' ἀπήνᾳ Pi.P.4.94
, cf. O. 5.3, Arist.Fr. 568;ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη.. ἡμιόνους ἀνθ' ἵππων ἔχουσα Paus. 5.9.2
.2 later, any car or chariot, A.Ag. 906, S.OT 753; ἀ. πωλική ib. 803; war-chariot, Str.4.5.2; cf. καπάνα.3 metaph., any conveyance,νατα ἀ.
ship,E.
Med. 1123;πλωταῖς ἀπήνῃσι Lyr.Adesp.117
( = Trag.Adesp.142); τετραβάμονος ὡς ὑπ' ἀπήνας, of the Trojan horse, E.Tr. 517 (lyr.).5 in pl., the alae nasi, Poll.2.80. -
17 ἄγγαρος
ἄγγᾰρος, ὁ, in Persia,A mounted courier, for carrying royal dispatches, Hdt.3.126, X.Cyr.8.6.17, Theopomp. Hist. 106, etc.2 term of abuse ( = φορτηγός), ἄ. ὄλεθρος Men. 2
D., cf. Lib. Or.1.129.II as Adj., ἄ. πῦρ the courier flame, of beacon fires, A.Ag. 282; ἄ. ἡμίονοι posting-mules, Lib. Or.18.143. (Assyr. agarru, 'hired labourer'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγγαρος
-
18 ἄμοτον
ἄμοτον, Adv.A insatiably, incessantly, in Hom. always with Verbs expressing passion, desire, etc., esp. ἄ. μεμαώς full of insatiate longing, Il.4.440, al.; ἄ. κλαίω τεθνηότα I weep continually, 19.300; ἄ. κεχολωμένος implacably angered, 23.567;μάχης ἄ. μενεαίνων Hes.Sc. 361
; ἡμίονοι ἄ. τανύοντο they struggled restlessly forwards, Od.6.83: later, vehemently, violently,λὶς ἄ. κεραΐζει Theoc. 25.202
; but στῆ ἄ. stood unwaveringly, A.R.2.78:—later regul. Adv. - τως Sch.Il.4.410. -
19 ἄχροος
II ill-complexioned, pallid, opp. εὔχροος, Hp.Aër.6, VC19, Arist.Pr. 966b35, al.: [comp] Comp.ἀχρούστερος Hp.Prorrh.2.4
, Arist.HA 584a14: also- οώτερος Hp.Vict.2.63
.2 ἄχροοι· πυρραὶ ἡμίονοι, Hsch.; also ἄχροον· πονηρόν· Λάκωνες νόθον, Id. -
20 ἐντεσιεργός
ἐντεσῐ-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεσιεργός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡμίονοι — ἡμίονος half ass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MULAE Foecundae — in Phrygia, Syria, Cappadocia et Africa. Aristoteles Histor. Animal. l. 6. c. 36. Ε᾿ισὶ δὲ εν Συρίᾳ ὁι καλούμενοι ἡμίονοι, ἕτερον γένος τῶ εν συνδυασμοῦ γινομένων ἵππου καὶ ὄνου, ὅμοιοι δὲ τὴν ὄψιν, Sunt in Syria muli dicti ab iis diversi generis … Hofmann J. Lexicon universale
Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… … Wikipedia
мьска — МЬСК|А (4*), Ы с. То же, что мъска: и подобьно мирьскыимъ живѹще. имъ же не довлѣахѹть. нъ и раби бѣахѹть. и мьскы. и ина лѹкава˫а нѣка˫а зѣло изльшьша˫а. (ἡμίονοι) ЖФСт XII, 53 об.; ѥп(с)пъмь повелѣ на людьскыхъ конихъ и на мьскахъ прити на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδμής — ἀδμής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (για κοπέλες) ανύπαντρη («παρθένος ἀδμής») 2. (για ζώα) αδάμαστος, ατιθάσευτος («ἡμίονοι ἀδμῆτες») 3. ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δάμνημι] … Dictionary of Greek
δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… … Dictionary of Greek
δύσλοφος — δύσλοφος, ον (Α) 1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός») 2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι») … Dictionary of Greek
ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… … Dictionary of Greek
ημιονοστάσιο — το χώρος όπου διαμένουν ημίονοι, στάβλος ημιόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + στασιο < ίστημι (πρβλ. βου στάσιο, χοιρο στάσιο)] … Dictionary of Greek
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek
κλινοφόρος — κλινοφόρος, ον (Α) κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek