Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡμίονοι

См. также в других словарях:

  • ἡμίονοι — ἡμίονος half ass masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MULAE Foecundae — in Phrygia, Syria, Cappadocia et Africa. Aristoteles Histor. Animal. l. 6. c. 36. Ε᾿ισὶ δὲ εν Συρίᾳ ὁι καλούμενοι ἡμίονοι, ἕτερον γένος τῶ εν συνδυασμοῦ γινομένων ἵππου καὶ ὄνου, ὅμοιοι δὲ τὴν ὄψιν, Sunt in Syria muli dicti ab iis diversi generis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… …   Wikipedia

  • мьска — МЬСК|А (4*), Ы с. То же, что мъска: и подобьно мирьскыимъ живѹще. имъ же не довлѣахѹть. нъ и раби бѣахѹть. и мьскы. и ина лѹкава˫а нѣка˫а зѣло изльшьша˫а. (ἡμίονοι) ЖФСт XII, 53 об.; ѥп(с)пъмь повелѣ на людьскыхъ конихъ и на мьскахъ прити на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδμής — ἀδμής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (για κοπέλες) ανύπαντρη («παρθένος ἀδμής») 2. (για ζώα) αδάμαστος, ατιθάσευτος («ἡμίονοι ἀδμῆτες») 3. ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δάμνημι] …   Dictionary of Greek

  • δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… …   Dictionary of Greek

  • δύσλοφος — δύσλοφος, ον (Α) 1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός») 2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι») …   Dictionary of Greek

  • ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… …   Dictionary of Greek

  • ημιονοστάσιο — το χώρος όπου διαμένουν ημίονοι, στάβλος ημιόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + στασιο < ίστημι (πρβλ. βου στάσιο, χοιρο στάσιο)] …   Dictionary of Greek

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • κλινοφόρος — κλινοφόρος, ον (Α) κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»