-
1 καθέστακα
καθέστᾱκα, καθίστημιset down: perf ind act 1st sg (doric) -
2 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
3 ἀποκαθίστημι
Aἀπεκατέστησα PTeb.413.4
(ii/iii A.D.): [tense] pf.- καθέστᾰκα Plb.21.11.9
, SIG 798.7 (i A.D.):—re-establish, restore, reinstate, X.Lac.6.3; τὰν πολιτείαν Decr.Byz. ap. D.18.90;πολίτας Plu.Alex.7
;συνθήκας εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς D.H.3.23
; ἀ. τινί τι restore, return it to one, Plb.3.98.7, D.S. 18.65, etc.; ἀ. εἰς αὐτάν (sc. φύσιν) Ti.Locr.100c, cf. Arist.MM 1204b37;εἰς τὸ αὐτό Id.Metaph. 1074a3
; εἰς ἀκέραιον, = restituere in integrum, CIL1.203;τινὰ ἐς οἶκον Plb.8.27.6
, cf. Thphr.Char.7.6; ἀ. σαυτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον carry yourself back.., Plu.2.610d; ἐπί .. D.S.5.23; cure,δασυσμοὺς φωνῆς Dsc.1.64
, etc.4 in drill, restore a formation, etc., εἰς ὀρθὸν ἀ., = εἰς ὀρθὸν ἀποδοῦναι, Ael.Tact.26.3 (cf. ἀποδίδωμι 11.3); as you were!Ascl.
Tact.12.11, etc.II [voice] Pass., with [tense] pf. ἀποκαθέστᾰμαι, [tense] aor.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαθίστημι
-
4 καθιστάνω
καθίστημι/καθιστάνω (Ac 17:15; 1 Cl 42:4; EpArist 280; 281; Jos., Ant. 16, 129; POxf 16, 12). Pres. 3 sg. καθιστᾷ Da 2:21 Theod.; impf. καθίστα (Just., D. 52, 3); ptc. καθιστῶν LXX; fut. καταστήσω; 1 aor. κατέστησα; pf. καθέστακα LXX; intr. καθέστηκα LXX; plpf.-κεισαν (3 Macc 2:33). Pass.: 1 fut. κατασταθήσομαι; 1 aor. καθεστάθην; pf. ptc. καθεσταμένος (LXX; 1 Cl 54:2; Jos., Ant. 12, 268) (s. κατά, ἵστημι; Hom.+).① to take someone somewhere, bring, conduct, take (Od. 13, 274; Thu. 4, 78, 6; X., An. 4, 8, 8; UPZ 78, 14 [159 B.C.]; BGU 93, 22 κατάστησον αὐτοὺς εἰς Μέμφιν; Josh 6:23; 1 Km 5:3; 2 Ch 28:15; Jos., Ant. 7, 279; oneself Tat. 2, 1 τίς … ἀλαζονείας ἔξω καθέστηκεν;=which one has been free of boastfulness?) Ac 17:15.② to assign someone a position of authority, appoint, put in charge (Hdt. et al.)ⓐ someone over (of) someth. or someone τινὰ ἐπί τινος (Arrian, Exp. Al. 3, 6, 6 ἐπὶ τ. χρημάτων; Gen 41:41; Num 3:10; Da 2:48; Jos., Ant. 2, 73) Mt 24:45; cp. 25:21, 23; Lk 12:42; Ac 6:3. τινὰ ἐπί τινι over someth. (Jos., Ant. 12, 278) Mt 24:47; Lk 12:44. τινὰ ἐπί τι (Isocr. 12, 132; X., Cyr. 8, 1, 9; Da 3:12 Theod.) Hb 2:7 v.l. (Ps 8:7). W. acc. of pers. and inf. of purpose ὁ υἱὸς κατέστησε τ. ἀγγέλους ἐπʼ αὐτοὺς τοῦ συντηρεῖν αὐτούς Hs 5, 6, 2.ⓑ w. acc. authorize, appoint (Pla., Rep. 10, 606d ἄρχοντα; Vi. Aesopi W 15 p. 83 P.; 1 Macc 3:55; Jos., Ant. 9, 4 κρίτας; Just., D. 52, 3 βασιλεῖς) πρεσβυτέρους Tit 1:5. Cp. 1 Cl 42:5 (for δώσω Is 60:17; the latter rdg. Iren. 4, 26, 5 [Harv. II 238]); 43:1; 44:2. Pass. 44:3; 54:2; foll. by εἰς w. inf. of the high priest: εἰς τὸ προσφέρειν δῶρα καθίσταται is appointed to offer gifts Hb 8:3. Sim. ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν θεόν, ἵνα προσφέρῃ is appointed (to act) on behalf of people in matters relating to God, to bring Hb 5:1.—A second acc. (predicate) can be added to τινά: make or appoint someone someth. (Hdt. 7, 105 al.; PHib 82 I, 14 [239/238 B.C.]; Sir 32:1; 1 Macc 9:25; 10:20; Jos., Ant. 12, 360) Lk 12:14; Ac 7:10; Hb 7:28 (Diog. L. 9, 64 ἀρχιερέα κ. αὐτόν). τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα; Ac 7:27, 35; 1 Cl 4:10 (all three Ex 2:14).—W. εἰς: εἰς ἐπισκόπους καὶ διακόνους 1 Cl 42:4 (Just., D. 65:7).③ cause someone to experience someth., make, cause τινά τι (Eur., Androm. 635 κλαίοντά σε καταστήσει; Pla., Phlb. 16b ἐμὲ ἔρημον κατέστησεν; POxy 939, 19 σε εὐθυμότερον; Jos., Ant. 6, 92; 20, 18; Just., A I, 33, 6 τὴν παρθένον … ἐγκύμονα κατέστησε) ταῦτα οὐκ ἀργοὺς οὐδὲ ἀκάρπους καθίστησιν this does not make (you) useless and unproductive 2 Pt 1:8.—Pass. be made, become (Menand., Fgm. 769 K.=483 Kö. ἅπαντα δοῦλα τοῦ φρονεῖν καθίσταται; Herodas 1, 40 ἱλαρὴ κατάστηθι=be(come) cheerful; Diod S 17, 70, 3; Περὶ ὕψους 5; PRein 18, 40 [108 B.C.] ἀπερίσπαστος κατασταθήσεται=‘be left undisturbed’; EpArist 289 σκληροὶ καθίστανται; Philo, Aet. M. 133) ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν … δίκαιοι κατασταθήσονται Ro 5:19 (FDanker in Gingrich Festschr. ’72, 106f, quoting POxy 281, 14–24 [20–50 A.D.] in possible legal sense; cp. PTebt 183; but cp. Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 132, 12 of restoration to a healthy condition). The two pass. in Js where the word occurs prob. belong here also (φίλος τ. κόσμου) ἐχθρὸς τ. θεοῦ καθίσταται 4:4; cp. 3:6, where the text may not be in order.—JdeZwaan, Rö 5:19; Jk 3:6; 4:4 en de Κοινή: TSt 31, 1913, 85–94.—Restored text Hs 10, 3, 4 (POxy 404 recto, 19) (s. καθαρότης).—DELG s.v. ἵστημι. M-M. TW. -
5 καθίστημι
καθίστημι/καθιστάνω (Ac 17:15; 1 Cl 42:4; EpArist 280; 281; Jos., Ant. 16, 129; POxf 16, 12). Pres. 3 sg. καθιστᾷ Da 2:21 Theod.; impf. καθίστα (Just., D. 52, 3); ptc. καθιστῶν LXX; fut. καταστήσω; 1 aor. κατέστησα; pf. καθέστακα LXX; intr. καθέστηκα LXX; plpf.-κεισαν (3 Macc 2:33). Pass.: 1 fut. κατασταθήσομαι; 1 aor. καθεστάθην; pf. ptc. καθεσταμένος (LXX; 1 Cl 54:2; Jos., Ant. 12, 268) (s. κατά, ἵστημι; Hom.+).① to take someone somewhere, bring, conduct, take (Od. 13, 274; Thu. 4, 78, 6; X., An. 4, 8, 8; UPZ 78, 14 [159 B.C.]; BGU 93, 22 κατάστησον αὐτοὺς εἰς Μέμφιν; Josh 6:23; 1 Km 5:3; 2 Ch 28:15; Jos., Ant. 7, 279; oneself Tat. 2, 1 τίς … ἀλαζονείας ἔξω καθέστηκεν;=which one has been free of boastfulness?) Ac 17:15.② to assign someone a position of authority, appoint, put in charge (Hdt. et al.)ⓐ someone over (of) someth. or someone τινὰ ἐπί τινος (Arrian, Exp. Al. 3, 6, 6 ἐπὶ τ. χρημάτων; Gen 41:41; Num 3:10; Da 2:48; Jos., Ant. 2, 73) Mt 24:45; cp. 25:21, 23; Lk 12:42; Ac 6:3. τινὰ ἐπί τινι over someth. (Jos., Ant. 12, 278) Mt 24:47; Lk 12:44. τινὰ ἐπί τι (Isocr. 12, 132; X., Cyr. 8, 1, 9; Da 3:12 Theod.) Hb 2:7 v.l. (Ps 8:7). W. acc. of pers. and inf. of purpose ὁ υἱὸς κατέστησε τ. ἀγγέλους ἐπʼ αὐτοὺς τοῦ συντηρεῖν αὐτούς Hs 5, 6, 2.ⓑ w. acc. authorize, appoint (Pla., Rep. 10, 606d ἄρχοντα; Vi. Aesopi W 15 p. 83 P.; 1 Macc 3:55; Jos., Ant. 9, 4 κρίτας; Just., D. 52, 3 βασιλεῖς) πρεσβυτέρους Tit 1:5. Cp. 1 Cl 42:5 (for δώσω Is 60:17; the latter rdg. Iren. 4, 26, 5 [Harv. II 238]); 43:1; 44:2. Pass. 44:3; 54:2; foll. by εἰς w. inf. of the high priest: εἰς τὸ προσφέρειν δῶρα καθίσταται is appointed to offer gifts Hb 8:3. Sim. ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν θεόν, ἵνα προσφέρῃ is appointed (to act) on behalf of people in matters relating to God, to bring Hb 5:1.—A second acc. (predicate) can be added to τινά: make or appoint someone someth. (Hdt. 7, 105 al.; PHib 82 I, 14 [239/238 B.C.]; Sir 32:1; 1 Macc 9:25; 10:20; Jos., Ant. 12, 360) Lk 12:14; Ac 7:10; Hb 7:28 (Diog. L. 9, 64 ἀρχιερέα κ. αὐτόν). τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα; Ac 7:27, 35; 1 Cl 4:10 (all three Ex 2:14).—W. εἰς: εἰς ἐπισκόπους καὶ διακόνους 1 Cl 42:4 (Just., D. 65:7).③ cause someone to experience someth., make, cause τινά τι (Eur., Androm. 635 κλαίοντά σε καταστήσει; Pla., Phlb. 16b ἐμὲ ἔρημον κατέστησεν; POxy 939, 19 σε εὐθυμότερον; Jos., Ant. 6, 92; 20, 18; Just., A I, 33, 6 τὴν παρθένον … ἐγκύμονα κατέστησε) ταῦτα οὐκ ἀργοὺς οὐδὲ ἀκάρπους καθίστησιν this does not make (you) useless and unproductive 2 Pt 1:8.—Pass. be made, become (Menand., Fgm. 769 K.=483 Kö. ἅπαντα δοῦλα τοῦ φρονεῖν καθίσταται; Herodas 1, 40 ἱλαρὴ κατάστηθι=be(come) cheerful; Diod S 17, 70, 3; Περὶ ὕψους 5; PRein 18, 40 [108 B.C.] ἀπερίσπαστος κατασταθήσεται=‘be left undisturbed’; EpArist 289 σκληροὶ καθίστανται; Philo, Aet. M. 133) ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν … δίκαιοι κατασταθήσονται Ro 5:19 (FDanker in Gingrich Festschr. ’72, 106f, quoting POxy 281, 14–24 [20–50 A.D.] in possible legal sense; cp. PTebt 183; but cp. Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 132, 12 of restoration to a healthy condition). The two pass. in Js where the word occurs prob. belong here also (φίλος τ. κόσμου) ἐχθρὸς τ. θεοῦ καθίσταται 4:4; cp. 3:6, where the text may not be in order.—JdeZwaan, Rö 5:19; Jk 3:6; 4:4 en de Κοινή: TSt 31, 1913, 85–94.—Restored text Hs 10, 3, 4 (POxy 404 recto, 19) (s. καθαρότης).—DELG s.v. ἵστημι. M-M. TW.
См. также в других словарях:
καθέστακα — καθέστᾱκα , καθίστημι set down perf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)