Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γῆν+τε+καὶ+ὕδωρ

См. также в других словарях:

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • Βούλις — I (αρχές 5ου αι.). Σπαρτιάτης ευγενής. Γιος του Νικόλεω, ο Β. προσφέρθηκε, μαζί με τον επίσης ευγενή Σπερθία, να θυσιαστεί για την πατρίδα του. Όταν ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος έστειλε τους πρέ σβεις του να ζητήσουν γην και ύδωρ (υποταγή) από… …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …   Dictionary of Greek

  • επαμπέχω — ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α) 1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.) 2. μέσ. ἐπαμπέχομαι καλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ. β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται»,… …   Dictionary of Greek

  • όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… …   Dictionary of Greek

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

  • ELEMENTA — non minus ac Caelum et Sidera, et quidem post haec, inter Vett. fuêre Deos; qui honor sic prim um tributus eis, ut hunc cum caelis haberent communem. Ita, cum Sole ac Luna, Elementa esse Deos, credebat Prodicus Ceus: et si in quorundam sententia… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»