Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνεγκ-

См. также в других словарях:

  • ἔνεγκ' — ἔνεγκαι , φέρω fero aor imperat mid 2nd sg ἔνεγκα , φέρω fero aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔνεγκε , φέρω fero aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔνεγκε , φέρω fero aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… …   Dictionary of Greek

  • επενεκτέος — ἐπενεκτέος, α, ον (AM) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσθέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε τέος τού ρ. επιφέρω από το θέμα ενεγκ τού αορίστου: ήνεγκον, ενεγκείν*] …   Dictionary of Greek

  • sē̆ ik-, sī̆ k- —     sē̆ ik , sī̆ k     English meaning: to reach for, grab     Deutsche Übersetzung: “reichen, greifen (with the Hand)”     Material: Gk. ἵκω (*sīkō), Dor. εἵκω (*seikō) “come, gelange, erreiche”, Ion. Att. Inf. Aor. ἱκέσθαι (*sĭk ), Praes.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»