-
1 ἴσως
ἴσως, adv. zu ἴσος, gleich, gleichmäßig; ἴσως ἀσκεῖται Plat. Legg. VII, 805 a; τὰς τιμάς τε καὶ ἀρχὰς ὡς ἰσαίτατα ἀπολαμβάνοντες V, 744; Folgde einzeln, διαδοὺς τὴν λείαν ἴσως τοῖς στρατιώταις Pol. 3, 76, 13; – billig, recht, οὔτε συμφόρως οὔτ' ἴσως οὔτε καλῶς προεῖσϑε Φωκέας Dem. 5, 10, τὰ ἐν ἑαυτοῖς ἴσως διοικεῖν 3, 26; καὶ δικαίως Dion. Hal. 10, 40. – Gew. = wahrscheinlich, was Einem leicht so scheint, von ungewissen Dingen, mit attischer Urbanität aber auch oft eine gemilderte Behauptung enthaltend, bes. beim opt. potent.; ἀμφιςβητοῦντες προςτιϑέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα Arist. rhet. 2, 15; ἀρχαῖ' ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε Aesch. Prom. 317; ἴσως ἂν ἔλϑοι Spt. 689; ἴσως γὰρ οὐκ ἀκήκοας Soph. Phil. 599; Eur. I. A.1055; τοῦτο δ' ἐστὶν ἴσως ἀληϑές Plat. Phaed. 67 a; ἴσως δὲ καὶ δίκαιόν ἐστιν Xen. An. 3, 1, 37, was er für ausgemacht hält, vgl. 3, 2, 36; ἴσως μὲν – ἴσως δέ Cyr. 4, 3, 2. – Plat. Legg. XII, 965 c steht es dem ὄντως entgegen. – Bei Zahlwörtern = ungefähr, Ar. Plut. 1058; Damox. bei Ath. I, 15 b; Plut. Ag. 5.
-
2 ἴσως
A equally, in like manner, Sapph.Supp.25.11, S.Ph. 758, Pl.Lg. 805a, etc.; ὡς ἰσαίτατα ib. 744c; evenly, Hp.Off.3.II equally, with reference to equality,τὸ ὀρθὸν ληπτέον ἴσως Arist.Pol. 1283b40
; fairly, equitably, ἴ. καὶ κοινῶς Aen. Tact.22.24;οὐκ ἴ. οὐδὲ πολιτικῶς D.10.74
;μηδὲν ἴ. καὶ δικαίως φρονοῦντας D.H.10.40
;οὐκ ἴσως χρήσασθαί τινι Plb.23.2.7
.III probably, perhaps, Alc.Supp.33, Hdt.6.124, A.Pr. 319, S.Ph. 144, Pl. Grg. 473b, etc.;ἴ. που E.El. 518
;οὔτε συμφόρως οὔτ' ἴ. καλῶς D.5.10
;οὐκ ἴσως, ἀλλ' ὄντως Pl.Lg. 965c
: ironical,σμικρά γε ἴ. προσθήκη Id.R. 339b
: freq. joined with ἄν or τάχ' ἄν, e.g. S.Aj. 691, 1009, Pl.Ap. 31a;ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα Arist.Rh. 1389b18
: ἴσως without ἄν c. opt. is f.l. in A.Supp. 727, E.IT 1055; ἴ. μέν.., ἴ. δέ.. perhaps so or so, X.Cyr.4.3.2: repeatedἴ., ἴ. Ar.Nu. 1320
, D.3.33: used to soften or qualify a positive assertion, S.OC 661, Ar.Ra. 224, Pl.Phd. 61c, Phdr. 233e, Arist.Metaph. 987a26, etc.IV with numerals, about, Ar.Pl. 1058, Damox.3.2. -
3 ίσως
ἴσοςequal: adverbialἴσοςequal: masc acc pl (doric)ἴ̱σως, ἴσοςequal: adverbial (epic)ἴ̱σως, ἴσοςequal: masc acc pl (epic doric)ἴσωςequally: indeclform (adverb)ἴ̱σως, ἰσόωmake equal: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἰσόωmake equal: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 ἴσως
ἴσοςequal: adverbialἴσοςequal: masc acc pl (doric)ἴ̱σως, ἴσοςequal: adverbial (epic)ἴ̱σως, ἴσοςequal: masc acc pl (epic doric)ἴσωςequally: indeclform (adverb)ἴ̱σως, ἰσόωmake equal: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἰσόωmake equal: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
5 ἴσως
ἴσως, gleich, gleichmäßig; billig, recht. Gew. = wahrscheinlich, was einem leicht so scheint, von ungewissen Dingen, mit attischer Urbanität aber auch oft eine gemilderte Behauptung enthaltend; ἴσως δὲ καὶ δίκαιόν ἐστιν, was er für ausgemacht hält. Bei Zahlwörtern = ungefähr -
6 ἴσως
ἴσως adv. of ἴσος (Alcaeus, Fgm. 89, 2 Diehl [=344, 2 L.-P.]=‘probably’; Sappho, Fgm. 98, 11 [= 96, 11 L.-P.]=‘equally’; Theognis; ins, pap, LXX; as Alcaeus and Sappho exhibit, usage fluctuated [cp. English usage] between comparison [equal, alike] and probability [likely, probable]), in our lit. perhaps, probably (Attic wr., also PAmh 135, 16; PTebt 424, 3; POxy 1681, 4 ἴσως με νομίζετε, ἀδελφοί, βάρβαρόν τινα εἶναι; 4 Macc 7:17; Philo, Aet. M. 60; 134; Jos., Bell. 4, 119, Ant. 4, 11; Just., Ath.) Lk 20:13; GJs 17:2.—M-M. -
7 ισως
1) равным образом, одинаково(ἀσιοῖσθαι Plat.)
ὡς ἰσαίτατα Plat. — возможно более равномерно2) правильно, справедливо(οὔτ΄ ἴ. οὔτε καλῶς Dem.)
3) может быть, пожалуй, вероятно (intens. ἴ. τάχα, τάχ΄ ἴ. или ἴ. που)ἴ. οὐκ ἀκήκοας Soph. — вероятно, ты (этого) не слышал;
ἴ. καλῶς ἔχει μετὰ τοὺς εἰρημένους λόγους μεταβῆναι Arst. — уместно, пожалуй, после сказанного перейти к другому;οὐκ ἴ., ἀλλ΄ ὄντως Plat. — не может быть, а действительно так4) приблизительно, около(τρεῖς ἴ. ἢ τέτταρες Arph.)
-
8 ἴσως
ἴσως adv. ['равно (возможно)'] возможно, может быть -
9 Ίσως
-
10 Ἴσως
-
11 ἴσως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἴσως
-
12 ίσως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ίσως
-
13 ίσως
επίρρ. может быть, возможно, пожалуй, авось -
14 ἴσως
может быть, возможно, вероятно.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἴσως
-
15 'ίσως
ἀΐσως, ἄισοςunlike: adverbialἀΐσως, ἄισοςunlike: masc /fem acc pl (doric)ἐΐσως, ἔισοςalike: adverbialἐΐσως, ἔισοςalike: masc acc pl (doric)ἐί̱σως, ἴσοςequal: adverbial (epic)ἐί̱σως, ἴσοςequal: masc acc pl (epic doric) -
16 ἴσως
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἴσως
-
17 ἴσως
-
18 ἴσως
+ D1-1-4-1-3=10 Gn 32,21; 1 Sm 25,21; Jer 5,4; 33(26),3; 43(36),3 -
19 ίσως
[исос] αήρ может быть, пожалуй, возможно. -
20 ίσως
może przysł.
См. также в других словарях:
ίσως — επίρρ. διστακτικό, πιθανόν: Ίσως έρθω. – Αν ίσως μετανιώσεις, θα σε περιμένω πάλι. – Ίσως βρέξει αύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴσως — ἴσος equal adverbial ἴσος equal masc acc pl (doric) ἴ̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἴ̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) ἴσως equally indeclform (adverb) ἴ̱σως , ἰσόω make equal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσόω make equal… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ίσως — ἀΐσως , ἄισος unlike adverbial ἀΐσως , ἄισος unlike masc/fem acc pl (doric) ἐΐσως , ἔισος alike adverbial ἐΐσως , ἔισος alike masc acc pl (doric) ἐί̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἐί̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσως — Ἴ̱σως , Ἶσος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek