Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χιόνα

См. также в других словарях:

  • Χιόνα — Χιόνᾱ , Χιόνη fem nom/voc/acc dual Χιόνᾱ , Χιόνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • χιόνα — χιών snow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιόνας — Χιόνᾱς , Χιόνη fem acc pl Χιόνᾱς , Χιόνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιόναν — Χιόνᾱν , Χιόνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANAXAGORAS Clazomenius Philosophus — Anaximenis discipulus, ob ingenii subtilitatem, Spiritus dictus, in Physicis praecellens. Socratis, Periclis, Europidis Praeceptor. Hic non modo generis gloriâ et divitiis, verum animi quoque magnitudine clarisrissimus, totum patrimonium suis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RIPHAEI — montes. Ρ῾ιπὴ Graecis impetus est, unde dicti Riphaei vel Rhipaei montes Scythiae a ventis inde cum impetu flantibus. Dalechampius in notis ad Plinium, l. 5. c. 27. ubi fit mentio horum montium: Fallitur (inquit) Plinius, nulli enim exsistunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθαριώ — καθαριῶ, όω (Α) [καθαρός] (κυρίως το μέσ.) καθαριοῡμαι, όομαι εξαγνίζομαι, καθαίρομαι, καθαρίζομαι («ἐκαθαριώθησαν... ὑπὲρ χιόνα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • νίφα — νίφα, τήν (Α) (ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού ρ. νείφει «χιονίζει»] …   Dictionary of Greek

  • πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»