Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλάσας

См. также в других словарях:

  • ελασάς — ἐλασᾱς, ο (Α) όνομα άγνωστου πουλιού («ἐλασᾷ και ἐρωδιῷ και καταρράκτῃ», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐλασᾶς — bird masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάσας — ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive fut part act fem acc pl (attic doric) ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive fut part act fem gen sg (attic doric) ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive pres part act fem acc pl (epic doric) ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive pres part act fem gen sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλασας — ἐλαύνω drive aor ind act 2nd sg (homeric ionic) λάζω aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλασιῶν — ἐλασᾶς bird masc gen pl (doric) ἐλασία riding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλασᾷ — ἐλασᾶς bird masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • εκληθάνω — ἐκληθάνω (Α) κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ ἔλασας ἀλγέων» μ έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου) …   Dictionary of Greek

  • ποινηλατώ — έω, ΜΑ [ποινήλατος] 1. καταδιώκω και βασανίζω κάποιον όπως η Ποινή, η θεά τής εκδίκησης 2. (η μτχ. αρσ. ενεργ αορ.) ποινηλατήσας (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάσας» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»