-
1 ψυχ(ο)-
первая часть сложных слов, означ.:психо- -
2 ψυχ(ο)-
первая часть сложных слов, означ.:психо- -
3 ψῡχ-ωφελής
ψῡχ-ωφελής, ές, dem Geiste nützend, ihn stärkend, Suid. u. a. Sp.
-
4 ψῡχ-ωφέλεια
ψῡχ-ωφέλεια, ἡ, Nutzen für den Geist, Suid.
-
5 ψῡχ-όλεθρος
ψῡχ-όλεθρος, seelenverderbend, ὁ ψυχόλεϑρος, das Seelenverderben, Hesych.
-
6 ψῡχ-απάτης
-
7 ψῡχ-εμ-πορικός
ψῡχ-εμ-πορικός, ή, όν, den Seelenverkäufer, den Seelenverkauf betreffend, dazu gehörig; dah. ἡ ψυχεμπορική, sc. τέχνη, die Seelenverkäuferei; aber auch der Handel mit geistiger Waare, Plat. Soph. 224 b.
-
8 ψῡχ-αγωγός
ψῡχ-αγωγός, 1) abgeschiedene Seelen leitend, führend, bes. Beiwort des Hermes, der sie in die Unterwelt hinabführt, wie ψυχοπομπός u. νεκροπομπός. – Aber auch die abgeschiedenen Seelen durch Opfer und Bannformeln heraufbeschwörend, Geister beschwörend, ψυχαγωγοῖς ὀρϑιάζοντες γόοις Aesch. Pers. 673; auch sie durch Opfer u. vgl. besänftigend, versöhnend, Eur. Alc. 1128. – 2) die Seelen der Lebenden lenkend, an sich ziehend, gewinnend, einnehmend, erfreuend, unterhaltend, auch tröstend, und im schlimmen Sinne, täuschend, Sp. oft. – 3) Seelenverkäuferei treibend, ὁ ψυχαγ., der Seelenverkäufer, wie ἀνδραποδιστής, der Kinder raubt, um sie zu verkaufen. bei den Alexandrinern, Phryn. u. B. A. 73.
-
9 ψῡχ-αγωγικός
ψῡχ-αγωγικός, ή, όν, zum ψυχαγωγός gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, ergötzend; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.
-
10 ψῡχ-αγωγέω
ψῡχ-αγωγέω, 1) die abgeschiedenen Seelen führen, bes. vom Hermes, sie hinabführen in die Unterwelt, Luc. D. D. 7, 4; – auch die abgeschiedenen Seelen durch Opfer aus der Unterwelt heraufrufen, τοὺς τεϑνεῶτας Plat. Legg. X, 909 b; – auch die Abgeschiedenen versöhnen. – 2) häufiger = die Seelen der Lebenden lenken, sie an sich ziehen, vgl. Ar. Av. 1555; anlocken, unterhalten, ergötzen, τοὺς ἀνϑρώπους διὰ τῆς ὄψεως Xen. Mem. 3, 10, 6; τοὺς ἀκροωμένους Isocr. 2, 49; λόγοις τινά Lycurg. 33; ϑεραπείᾳ τινά Dem. 59, 55; κολακείαις ψυχαγωγούμενοι 44, 63; Pol. u. Sp., γελᾶν καὶ ψυχαγωγεῖσϑαι, sich vergnügen, freuen, Luc. Nigr. 21; Alciphr. 3, 18. 20; auch = trösten, πρὸς τῷ πάϑει ψυχαγωγηϑείς Timocl. bei Ath. VI, 223 c (v. 6). – 3) bei Sp. Seelenverkäuferei treiben, B. A. 116. – 4) in den letzten Zügen liegen, animam agere, Sp.
-
11 ψῡχ-αγωγία
ψῡχ-αγωγία, ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς ἕνεκα καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ γέλως bis accus. 10.
-
12 ψῡχ-αγώγιον
ψῡχ-αγώγιον, τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.
-
13 ψῡχ-αγώγημα
ψῡχ-αγώγημα, τό, Ergötzung, Erquickung, Tzetz.
-
14 ψῡχ-άρπαξ
-
15 ψῡχ-έμ-πορος
ψῡχ-έμ-πορος, mit Seelen, Menschen handelnd, Seelenverkäufer, Hesych.
-
16 λειπο-ψῡχ-ώδης
λειπο-ψῡχ-ώδης, ες, ohnmächtig, συμπτώματα, Hippocr.
-
17 ἀ-ψῡχ-αγώγητος
ἀ-ψῡχ-αγώγητος, nicht herzerfreuend, unangenehm, Pol. 9, 1.
-
18 ψυχωφελής
ψυχ-ωφελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχωφελής
-
19 ψυχάζω
A refresh oneself in the shade, Alciphr.3.12, Ael.NA5.21, Procop.Gaz.p.175B. -
20 ψυχαπάτης
A beguiling the soul,οἶνος Eratosth.36.5
;ὄνειρος AP5.165
(Mel.);στέφανος AP12.256
(Id.), etc.; v. ψυχροπότης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχαπάτης
См. также в других словарях:
ψυχ(ο)- — ΝΜΑ βλ. ψυχή … Dictionary of Greek
ψυχ(ο)- — ως πρώτο συνθετικό λέξεων δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με την ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος … Dictionary of Greek
ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
θαλαμανθή — τα πρωτόγονα δικοτυλήδονα φυτά, με ανθικά μόρια τοποθετημένα χωριστά σε κυρτή ανθοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ανθής (< άνθος), πρβλ. ψυχ ανθή] … Dictionary of Greek
θαλαττικός — θαλαττικός, ή, όν (Α) θαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαττα, αττ. τ. τού θάλασσα + κατάλ. ικός, πρβλ. παιδ ικός, ψυχ ικός] … Dictionary of Greek