Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάρβανος

См. также в других словарях:

  • κάρβανος — κάρβανος, ον (Α) βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν] …   Dictionary of Greek

  • κάρβανος — κάρβᾱνος , κάρβανος outlandish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβᾶνα — κάρβανος outlandish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβανον — κάρβᾱνον , κάρβανος outlandish masc/fem acc sg κάρβᾱνον , κάρβανος outlandish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάρβας — Κάρβας, ὁ (Α) ονομ. τού ανατολικού ανέμου, τού Εύρου, στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος] …   Dictionary of Greek

  • καρβάν — καρβάν, ᾱνος, ὁ, ἡ (Α) κάρβανος*, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • καρβάνωι — καρβά̱νῳ , κάρβανος outlandish masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβάνων — καρβά̱νων , κάρβανος outlandish masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβάνῳ — καρβά̱νῳ , κάρβανος outlandish masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβανα — κάρβᾱνα , κάρβανος outlandish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβανοι — κάρβᾱνοι , κάρβανος outlandish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»