Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συμβαλών

См. также в других словарях:

  • συμβαλῶν — συμβάλλω throw together fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαλών — συμβάλλω throw together aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»