-
1 καταδηλος
2совершенно ясный, явственный, очевидный Soph. etc.τινὰ κατάδηλον ποιῆσαι Her. — разоблачить кого-л.;
κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δἐ οὐδέν Plat. — они делают вид, будто знают, не зная, однако, ничего -
2 κατάδηλος
κατάδηλοςmanifest: masc /fem nom sg -
3 κατάδηλος
κατάδηλος, ον,A manifest, visible,τούτοις οὐ κ. ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ.. ὄρους Th.4.44
; κ. γενέσθαι to be discovered, Hdt.1.5, 3.68; κ. μᾶλλον..τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Th.8.10
; κατάδηλον ποιῆσαι make known, discover, Hdt.3.88, cf. Phld.Vit.Herc.1457.10: c. part.,φυλάσσων κ. ἔσται S.OC 1214
(lyr.);κ. γίγνονται προσποιούμενοι Pl.Ap. 23d
, etc.; κ. ὦσιν ὅτι.., κ. ἔσται ὡς.. , Id.Prt. 342b, 355b, cf. Arist.Top. 109b2, Ep.Hebr.7.15, etc. Adv.- λως Poll.6.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάδηλος
-
4 κατάδηλος
κατάδηλος, ον (s. δῆλος; Soph., Hdt. et al.; PLips 64=Mitt-Wilck. I/2, 281, 28; 33; 37 τοῦτο κατάδηλον; 47; TestSol 13:5 P; Jos., Ant. 10, 191, Vi. 167) very clear, quite plain περισσότερον ἔτι κ. ἐστιν it is clearer still Hb 7:15.—M-M. -
5 κατάδηλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάδηλος
-
6 κατάδηλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάδηλος
-
7 κατάδηλος
κατά-δηλος, sehr deutlich, offenbar; σκαιοσύναν φυλάσσων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται, es wird sich zeigen, daß er; ἣ τὸν μάγον κατάδηλον ἐποίησε, entdeckte -
8 κατάδηλος
η, ο [ος, ον ] совершенно очевидный, ясный -
9 κατάδηλος
совершенно ясный, очевидный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάδηλος
-
10 κατάδηλος
besbelli, apaçık -
11 καταδηλότερον
κατάδηλοςmanifest: adverbial compκατάδηλοςmanifest: masc acc comp sgκατάδηλοςmanifest: neut nom /voc /acc comp sg -
12 καταδηλοτέρων
κατάδηλοςmanifest: fem gen comp plκατάδηλοςmanifest: masc /neut gen comp pl -
13 καταδήλως
κατάδηλοςmanifest: adverbialκατάδηλοςmanifest: masc /fem acc pl (doric) -
14 κατάδηλον
κατάδηλοςmanifest: masc /fem acc sgκατάδηλοςmanifest: neut nom /voc /acc sg -
15 καταδήλου
κατάδηλοςmanifest: masc /fem /neut gen sg -
16 καταδήλους
κατάδηλοςmanifest: masc /fem acc pl -
17 καταδήλων
κατάδηλοςmanifest: masc /fem /neut gen pl -
18 κατάδηλα
κατάδηλοςmanifest: neut nom /voc /acc pl -
19 κατάδηλοι
κατάδηλοςmanifest: masc /fem nom /voc pl -
20 καταδηλοτέρα
καταδηλοτέρᾱ, κατάδηλοςmanifest: fem nom /voc /acc comp dualκαταδηλοτέρᾱ, κατάδηλοςmanifest: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάδηλος — manifest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδηλος — η, ο (AM κατάδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής αρχ. 1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι 2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό. επίρρ... καταδήλως (AM καταδήλως) καταφανώς, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηλος (<… … Dictionary of Greek
καταδηλότερον — κατάδηλος manifest adverbial comp κατάδηλος manifest masc acc comp sg κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδηλοτέρων — κατάδηλος manifest fem gen comp pl κατάδηλος manifest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλως — κατάδηλος manifest adverbial κατάδηλος manifest masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδηλον — κατάδηλος manifest masc/fem acc sg κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλου — κατάδηλος manifest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλους — κατάδηλος manifest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλων — κατάδηλος manifest masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλῳ — κατάδηλος manifest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδηλα — κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)