Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατάδηλος

См. также в других словарях:

  • κατάδηλος — manifest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάδηλος — η, ο (AM κατάδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής αρχ. 1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι 2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό. επίρρ... καταδήλως (AM καταδήλως) καταφανώς, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηλος (<… …   Dictionary of Greek

  • καταδηλότερον — κατάδηλος manifest adverbial comp κατάδηλος manifest masc acc comp sg κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδηλοτέρων — κατάδηλος manifest fem gen comp pl κατάδηλος manifest masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδήλως — κατάδηλος manifest adverbial κατάδηλος manifest masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάδηλον — κατάδηλος manifest masc/fem acc sg κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδήλου — κατάδηλος manifest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδήλους — κατάδηλος manifest masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδήλων — κατάδηλος manifest masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδήλῳ — κατάδηλος manifest masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάδηλα — κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»