Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χειροῖν

См. также в других словарях:

  • χειροῖν — χείρ b. fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GRUS — Gr Γέραιος, genus saltationis obliquae et in se redeuntis, quâ Atherniensium Virgines, quotannis in festo suo Delia dicto, Delphis circa Apollinis altare, defungebantur, ut obliquos Labyrinthi, cui Minotaurus, quem Teheseus necaverat, inclusus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • μυστιλώμαι — μυστιλῶμαι, άομαι (Α) [μυστίλη] 1. βουτώ ψωμί στον ζωμό και τρώγω 2. μτφ. υπεξαιρώ με απληστία, «βουτάω», κλέβω («κἀμφοῑν χειροῑν μυστιλᾱται τῶν δημοσίων», Αριστοφ.) 3. (η μτχ. παρακμ.) μεμυστιλημένος, η, ον κατασκευασμένος με τα δάκτυλα σε σχήμα …   Dictionary of Greek

  • νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παλαγμός — παλαγμός, ὁ (Α) [παλάσσω (Ι)] ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • παραφαίνω — και ποιητ. τ. παρφαίνω Α 1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.) 2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.) 3. εμφανίζω, παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»