-
1 ναυσί
ναῦςship: dat pl (attic)ναῦςship: fem dat pl (doric) -
2 ναυσι-πόρ-ς
ναυσι-πόρ-ς, zu Schiffe fahrend, στρατός, Eur. Rhes. 48; πλάτας ναυσιπόρους, wie ναύπ ορος, I. A. 172; – aber ναυσίπορος ποταμός, mit Schiffen zu befahren, Xen. An. 2, 2, 3, Hdn. 6, 7, 15.
-
3 ναυσι-πέρᾱτον
ναυσι-πέρᾱτον, ῥεῖϑρον, D. Hal. 3, 44, schiffbar, mit Schiffen zu überfahren; bei Her. νηυσιπέρητος.
-
4 ναυσι-πέδη
ναυσι-πέδη, ἡ, Schiffsband, -feil, Luc. Lexiph. 15.
-
5 ναυσι-φόρητος
ναυσι-φόρητος, vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.
-
6 ναυσι-κλυτός
ναυσι-κλυτός, = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
-
7 ναυσι-κλειτός
ναυσι-κλειτός, schiffberühmt, durch Schiffe, Seefahrten berühmt, Δύμας, Od. 6, 22. Ein bes. fem. ναυσικλείτη H. h. Apoll. 31, richtiger νατσικλειτή betont 219.
-
8 ναυσι-βάτης
ναυσι-βάτης, ὁ, p. = ναυβάτης, Sp., wie Maneth. 1, 323. 4, 397.
-
9 ναυσι-ώδης
ναυσι-ώδης, ες, oder ναυτιώδης, an der Seekrankheit leidend, zum Erbrechen geneigt, Plut. Pyrrh. 13; auch = Erbrechen erregend.
-
10 ναυσί-πομπος
ναυσί-πομπος, Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.
-
11 ναυσί-ποδες
ναυσί-ποδες, οἱ, die Schiffsfüßigen, Inselbewohner, die ihre Reise zu Schiffe machen, Eust., auch ναύποδες.
-
12 ναυσί-στονος
ναυσί-στονος, ὕβρις, die jammervolle Schmach der Schiffe, Pind. P. 1, 72.
-
13 ναυσί-δρομος
ναυσί-δρομος, den Lauf der Schiffe fördernd, οὖ. ρος, Orph. H. 73, 10.
-
14 ναυσί-βιος
ναυσί-βιος, von der Fischerei lebend, Alciphr. 1, 12 als n. pr.
-
15 ναυσικλειτός,
ναυσι-κλειτός, u. ναυσι-κλυτός, schiffberühmt, durch Schiffe, Seefahrten berühmt -
16 ναυσικλυτός
ναυσι-κλειτός, u. ναυσι-κλυτός, schiffberühmt, durch Schiffe, Seefahrten berühmt -
17 ναυσίασις
A squeamishness, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσίασις
-
18 ναυσιάω
A = ναυτιάω, [tense] pf.νεναυσίακα BGU1097.4
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσιάω
-
19 ναυσιβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσιβάτης
-
20 ναυσίβιος
ναυσί-βῐος, ον,A living by the sea, Alciphr.1.12 (pr.n.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσίβιος
См. также в других словарях:
ναυσί — ναῦς ship dat pl (attic) ναῦς ship fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria … Hofmann J. Lexicon universale
SCAMANDER vel SCAMANDRUS — Homero, Herodoto Qu. Calabro ac Ptolemaeo fluv. Mysiae in Asia apud Hellespontum ex Ida monte profluens, quem Hesiodus θεογον. v. 345. θεῖοον Σκάμανδρον vocat. Ante Xanthus dicebatur, quod et Homerus innuit, cum ait Il. v. v. 74. Ο῞ν Ξανθὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
TIBERIS — I. TIBERIS idolum fluvii cognominis praeses, cuius imago visitur in nummis, qualis apud Statium, Theb. l. 6. v. 274. Laevus arundineae, recubans super aggere ripae Cornitur, emissaeque indulgens Inachus urnae. Ad quem loc. Barthium vide. Alias… … Hofmann J. Lexicon universale
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) … Dictionary of Greek
ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… … Dictionary of Greek
θάρσησις — θάρσησις, ήσεως, ή [θαρσώ] (Α) το να λαμβάνει κανείς θάρρος από κάτι, η πεποίθηση για κάποιο πράγμα («θάρσησις ταῑς ναυσί», Θουκ.) … Dictionary of Greek
θεοπέρατος — θεοπέρατος, ον (Α) ο σταλμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πέρατος (< περώ), πρβλ. ισο πέρατος, ναυσι πέρατος] … Dictionary of Greek
θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… … Dictionary of Greek