Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίψακος

См. также в других словарях:

  • δίψακος — diabetes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… …   Dictionary of Greek

  • διψάκου — δίψακος diabetes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψακον — δίψακος diabetes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dipsacáceo — (Derivado del gr. dipsakos, cardencha < dipsa, sed.) ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas herbáceas, de hojas opuestas o verticiladas, flores en espiga o cabezuela y fruto en aquenio. SINÓNIMO… …   Enciclopedia Universal

  • DIPSACUS Vett — alias Διψὰς ἄκανθα, Spina sitiens, quae quod in confinio Arabiae et Aegypti nasceretur, modo Arabica, modo Aegyptia dicta est, caput echinatum seu echino simile habuit, et proin carduus fullonius nonnullis creditur esse, quam virgam pastoris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού …   Dictionary of Greek

  • διψακίδες — (dipsacaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των ρουβιωδών, που περιλαμβάνει μονοετείς ή διετείς πόες. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, γαλάζια, λευκά ή κίτρινα, κυρίως ζυγόμορφα, και αναπτύσσονται κατά κεφάλια ή κατά μασχαλιαίους… …   Dictionary of Greek

  • μελής — Ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σμύρνη, γενέτειρα του Ομήρου σύμφωνα με την παράδοση, ο οποίος και επονομάστηκε Μελητιάδης ή Μελησιγενής. Μερικοί πίστευαν πως ο Όμηρος έγραψε τα έπη του σε… …   Dictionary of Greek

  • νεράγκαθο — το κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών δίψακος και κίρσιο που φύονται στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + αγκάθι] …   Dictionary of Greek

  • νεροκράτης — ο 1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας 2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα 3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κράτης (< κρατώ),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»