Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἴλλω

См. также в других словарях:

  • ίλλω — ἴλλω (Α) συστρέφω, στριφογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είλω] …   Dictionary of Greek

  • ἰλλῷ — ἰλλάζω bind up fut opt act 3rd sg ἰλλός squinting masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλλω — εἴλω shut in pres subj act 1st sg εἴλω shut in pres ind act 1st sg ἴλλος masc nom/voc/acc dual ἴλλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλλῳ — ἴλλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • πέδιλλον — μετά εἴλω shut in imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετά εἴλω shut in imperf ind act 1st sg (doric aeolic) μετά ἴλλω shut in imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετά ἴλλω shut in imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπιλλος — ἔπιλλος, ον (Μ) αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ίλιγξ — ἴλιγξ, ιγγος ἡ (Α) 1. δίνη, συστροφή 2. ίλιγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι τού ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση τού ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ …   Dictionary of Greek

  • ίλλομαι — ἴλλομαι (Α) εμποδίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μέση φωνή τού ρ. ἴλλω (βλ. είλω)] …   Dictionary of Greek

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • ανίλλω — ἀνίλλω (Α) 1. ξετυλίγω 2. μέσ. ἀνίλλομαι α) συστέλλομαι, διστάζω β) υποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»