Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταί

См. также в других словарях:

  • καταί — (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κατά …   Dictionary of Greek

  • καταίρω — καταί̱ρω , καθιερόω dedicate imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic) καταί̱ρω , καθιερόω dedicate pres imperat act 2nd sg (doric ionic aeolic) καταίρω take down pres subj act 1st sg καταίρω take down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίρων — καταί̱ρων , καθιερόω dedicate imperf ind act 3rd pl (doric ionic aeolic) καταί̱ρων , καθιερόω dedicate imperf ind act 1st sg (doric ionic aeolic) καταίρω take down pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίτυγι — καταί̱τυγι , καταῖτυξ leathern helmet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίτυγος — καταί̱τυγος , καταῖτυξ leathern helmet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταίβασις — καταίβασις, ἡ (Α) μετάβαση*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού κατάβασις]. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καται βάτης] …   Dictionary of Greek

  • μυκᾶτ' — μῡκᾶται , μυκάομαι low pres subj mp 3rd sg μῡκᾶται , μυκάομαι low pres ind mp 3rd sg μῡκᾶτο , μυκάομαι low imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκᾶται — μῡκᾶται , μυκάομαι low pres subj mp 3rd sg μῡκᾶται , μυκάομαι low pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικᾶτ' — νῑκᾶτε , νικάω conquer pres imperat act 2nd pl νῑκᾶτε , νικάω conquer pres subj act 2nd pl νῑκᾶτε , νικάω conquer pres ind act 2nd pl νῑκᾶται , νικάω conquer pres subj mp 3rd sg νῑκᾶται , νικάω conquer pres ind mp 3rd sg νῑκᾶτο , νικάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»