Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμέραν

См. также в других словарях:

  • ἡμέραν — ἡμέρᾱν , ἥμερος tame fem acc sg (attic doric aeolic) ἡμέρᾱν , ἡμέρα day fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁ τὴν ἡμέραν διδοὺς καὶ τὰ εἰς ἡμέραν σοι δώσει. — См. Бог даст день, Бог даст и пищу …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ՕՐ — (աւուր, յօրէ, աւուրբ, աւուրք, ուրց, ուրբք. (անկանոն է հոլովս, որպէս եւ հայր, հօր, մայր, մօր). ) NBH 2 1031 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ՕՐ կամ ԱՒՐ. (լծ. եբր. աւր, որ հնչի օ՛ր. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • SUPERPONERE apud Solin — c. 27. ubi de leonibus, in tria genera divisis. Pariter omnes parcunt a sagina, primum quod alternis diebus potum, alternis cibum capiunt, at frequenter, si digestio non est insequuta, solitae cibationi superponunt diem. Graecis ὑπερτιθέναι,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • Бог даст день, Бог даст и пищу — Богъ дастъ день, Богъ дастъ и пищу. Ср. Ὁ τὴν ἡμέραν διδοὺς καὶ τὰ εἰς ἡμέραν σοι δώσει. Gregor. Nazian. Ср. Не заботьтесь и не говорите: что намъ ѣсть? или что намъ пить? Матѳ. 6, 31. Ср. Лук. 12, 22 24 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • THESMOPHORIA — festum cui a Cetere θεσμοφόρῳ nomen. Huius enim beneficiô cum fruges inventae esent, quarum dein sationem Tripolemus docuit, decretô totius populi Atheniensis, sacra hae instiura sunt, quae a Cerere, ut dictum, Thesmophoria, et a partre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθημέραν — και καθ ήμέραν (AM) επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • ԶՕՐՀԱՆԱՊԱԶ — ( ) NBH 1 0757 Chronological Sequence: Early classical, 10c մ. διαπαντός, καθ’ ἐκάστην ἠμέραν per omne tempus, quotidie, semper Յամենայն օր. զամենայն աւուրս. միշտ. հանապազ. ամմէն օր. ... *Առնէին խրախութիւն զօրհանապազ. Յոբ. ՟Ա. 4: *Առաջի իմ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»