Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψαμάθοις

См. также в других словарях:

  • ψαμάθοις — ψάμαθος sand of the sea shore fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψού — Α επίρρ. 1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. τηλ οῦ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»