-
1 ἐόλει
1 troubles, causes to waver (cf. Σ Ap. Rhod. 3. 471.) πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει (Boeckh: αἰόλλει codd., Σ.) P. 4.233 -
2 ἐόλει
A caused to waver, πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει ([ per.] 3sg. [tense] impf.), as Böckh for αἰόλλει in Pi.P.4.233:—[voice] Pass., ἐόλητο ([ per.] 3sg. [tense] plpf.) was troubled,ἐόλητο νόον μελεδήμασι A.R.3.471
;ἐόλητο θυμὸν.. ὑποδμηθεὶς βελέεσσι Κύπριδος Mosch.2.74
; cf. ἐόληται· τετάρακται, ἐπτόηται, ὠδύνηται, Hsch. (Perh. cf. εἴλω.) -
3 ἐόλει
-
4 εολει
(τινὰ ἐφετμαῖς Pind. - v. l. αἰόλλει)
-
5 εόλει
-
6 ἐόλει
-
7 ἐόλει
Grammatical information: v. 3. sg.Meaning: `bedrängte' (Pi. P. 4, 233 coni. Boeckh)Derivatives: From here ἐόλητο `be surrounded, pressed (AR)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Perhaps from 1. εἰλέω.Page in Frisk: 1,530Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐόλει
-
8 εἴλω
εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.Aἔλσα Il.11.413
, inf.ἐέλσαι 21.295
, [dialect] Dor. part.ἔλσαις Pi.O.10(11).43
:—[voice] Med., [tense] aor.ἠλσάμην Semon.17
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -μένος 13.524
:—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—Fromεἰλέω Il.2.294
: [tense] impf.εἴλεον Od.22.460
; [var] contr.εἴλει Il.8.215
, Od.12.210;ἐείλεον Il.18.447
: [tense] fut. , AP12.208 (Strat.): [tense] aor. , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.εἰλεῦντο Il.21.8
; part.εἰλεύμενος Hdt.2.76
:—[voice] Pass., [tense] aor.εἰλήθην Hp.Morb.4.52
: [tense] pf. and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.εἴληντο J.AJ 12.1.9
.A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210
, cf. 22.460;ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200
;ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294
;εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33
, cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662
;ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287
; ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.2 hinder, hold in check, prevent,ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524
, cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.3 enclose, cover, protect,ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας Callin.1.11
; τῇ ὕπο (sc. τῇ ἀσπίδι) πᾶς ἐάλη he was entirely covered, Il.13.408.B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215
, cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573
; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b
:—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25
; of ants, Luc.Icar.19.2 in [tense] aor. [voice] Pass., of a man or animal, contract his body, draw himself together, ; ἐνὶ δίφρῳ ἧστο ἀλείς ( huddled up),ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
; of a lion when struck,ἐάλη τε χανών 20.168
; of a warrior,Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν 21.571
; , Od. 24.538.II without the idea of pressure, collect,ἐν Πίσᾳ ἔλσαις στρατὸν λείαν τε πᾶσαν Pi.O.10(11).43
:—[voice] Pass., Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας to assemble, Il.5.823.C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round, ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571
; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
(lyr.);οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29
; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104
; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31; ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.II roll up tight, [κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181
;τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8
:—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3
, cf. Alciphr.3.60,64.D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-) was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5
) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (ἐλάσας Zenod.
) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense). -
9 εἰλέω 1
εἰλέω 1.Grammatical information: v.Meaning: `press together, draw together, fence in' (Hom.)Other forms: Ep. Delph. also εἴλομαι in εἰλόμενος, εἰλέσθω(ν), Dor. El. Ϝηλέω, Att. sometimes ἴλλω, εἴλλω (cf. below), aor. ἔλσαι, ἐέλσαι (Ep.), med.-pass. ἀλήμεναι, ἀλῆναι, ἀλείς, perf. med. ἔελμαι, - μένος (Ep.), perfect preterite ἐόλει? (Pi., s. below); from there the new εἰλῆσαι, εἰλήσω, εἴλημαι, εἰλήθην (Ion. Hell.)Compounds: With prefix ἀπ(ο-), e. g. ἀπο-Ϝηλέω (El.), ἐξ-, e. g. ἐγ-Ϝηληθίωντι (Her.) = ἐξ-ειληθῶσι, κατ(α)-, e. g. κατα-Ϝελμένος (Cret.), προσ- ( προτι-), συν-ειλέω, -( ε)ίλλω etc. with diff. shades of meaning.Derivatives: Of the derivatives most have become formally and semantically independent: ἁλής, ἀολλής, ἐξουλή, ἴλη ( εἴλη), οὑλαμός (s. vv.). Further: βήλημα κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃ H.; i. e. Ϝήλημα, Mess. ἤλημα, κατ-, συν-είλησις `pressing together, what is pressed' or `what is drawn together' (Epicur. or Ael.), εἰληθμός ( εἰδ- cod.) συστροφή, φυγή H., προσείλημα ( κεφαλῆς) `turban' (Kreon Hist.; to 2?). From (Ϝ)ίλλω prob. Ϝιλσιιος gen. `adversity' (Pamphyl. IVa); unclear ἰλλάς `pressed together (?)' (S. Fr. 70, E. Fr. 837), cf. on 2. εἰλέω; lengthened ἰλλίζει, s. ib. S. also on εἶλαρ.Origin: IE [Indo-European] [1138] *u̯el- `press together'Etymology: As the basis of εἰλέω, Ϝηλέω, to which belongs also ἀπελλεῖν (?, cod. - ειν) ἀποκλείειν H. (Aeol.), one may posit a nasal present *Ϝελ-νέω, which may be a variant of εἴλω \< *Ϝέλ-νω (Schwyzer 720; cf. also 693 w. n. 11, Chantr. Gramm. hom. 1, 130). Beside it there is a reduplicated ἴλλω \< *Ϝί-Ϝλ-ω (mostly to 2., like ἰλλόμενος A. R. 2, 27, s. on 2.). (For εἴλλω vowelprothesis was assumed \< *ἐ-Ϝέλ-νω ( ἐ-Ϝέλ-ιω?; so Solmsen, s. below) which is now no longer possible, if not simply through (graphical) influence of εἰλέω. - The non-present forms were oirginally, as is to be expected, primary: aor. (Ϝ)έλ-σαι, perf. *(Ϝ)έ-(Ϝ)ολα in ἐόλει `(op)pressed' (Pi. P. 4, 233; coni. Boeckh)?, med. with secondary full grade (Ϝ)έ-(Ϝ)ελ-μαι, intr. aor. with zero grade (Ϝ)αλῆ-ναι; these forms were replaced by the innovations εἰλῆσαι etc. From the many IE words with an element u̯el-, only some Balto-Slavic formations can be considered as cognates of 1. εἰλέω. Thus Russ. válom `in mass', the instrumental of a noun * valъ (IE *u̯ōlos) with many derivatives, e. g. zavál `stoppage, blocking' (cf. Ϝήλημα); on the maning cf. esp. (Ϝ)άλις. An other instrumental in OCS Russ. velьmí `μεγάλως, very', from * velь (IE *u̯eli-). From Baltic: Lith. su-valýti `collect (grain), reap (together)'; further perh. Lith. veliù, vélti (with Russ. valjátь) `to full'; but see also on 2. εἰλέω. It is not always possible to distinguish εἰλέω `press (together)' and εἰλέω `wind'. - On the group see Solmsen Unt. 224ff., 285ff.; s. also Burdach NJbb. 49, 254ff.Page in Frisk: 1,456-457Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰλέω 1
-
10 εἴλω
εἴλω, od. εἴλλω, att. εἵλλω, häufiger εἰλέω, att. εἱλέω, vgl. ἴλλω (eigtl. FΕΛ, volvo, wie auch ἐείλεον, ἐελμένος u. ä. zeigen), 1) drängen, zusammendrängen; εἰλέω Il. 8, 215; med., sich zusammendrängen, ἀμφὶ βίην Διομήδεος εἰλόμενοι Il. 5, 782; ἀνδρῶν εἰλομένων, wo Menschen sich in dichten Schaaren zusammendrängen, 5, 203; vgl. εἰλουμένους περὶ τὸν ἄρχοντα Plut. Lyc. 25; μύρμηκες εἱλούμενοι Luc. Icarom. 19; pass., εἰλεῦντο ἐς ποταμόν, sie wurden in den Fluß gedrängt, Il. 21, 8; ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατεῤῥιζοῦτο Plat. Tim. 76 b; γῆ περὶ τὸν διὰ παντὸς πόλον τεταμένον εἱλλομένη (εἱλουμένη v. l.), die sich um die Achse andrängt, ib. 40 b; μὴ νῠν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί, verwickle dich nicht in die Gedanken, Ar. Nubb. 751; Hom. hat so auch aor. II. pass. ἐάλην, ἀλῆναι u. ἀλήμεναι, εἰς ἄστυ ἄλεν, in die Stadt gedrängt, Il. 22, 12, vgl. 18, 76. 21, 607; Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνϑάδε πάντας, sich hier zusammenzudrängen. 5, 823; ἀλὲν ὕδωρ, zusammengelaufenes und eingeschlossenes Wasser, 23, 420. – Vor sich hindrängen, treiben, ϑῆρας ὁμοῠ εἰλεῠντα Od. 11, 573. – 2) einschließen, einengen; Ἀχαιοὺς Τρῶες ἐπὶ πρύμνῃσιν ἐείλεον Il. 18, 447; εἴλει ἐνὶ σπῆϊ, hielt eingesperrt, Od. 12, 210; so auch aor. I. ἔλσαι u. ἐέλσαι, z. B. ἔλσαν δ' ἐν μέσσοι σι Il. 11, 413; λαὸν κατὰ τείχεα ἔλσαι, gegen die Mauer zusammendrängen, 21, 295, vgl. 1, 409. 18, 294. 21, 225; perf. pass., κατὰ ἄστυ ἐέλμεϑα 24, 662, vgl. 5, 203. 18, 287; Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, durch Zeus Rathschluß in die Enge getrieben, im Zaume gehalten, Il. 13, 524; – νῆα κεραυνῷ ἔλσας, mit dem Blitze treffend, Od. 5, 132. 7, 250. – Auch Sp., wie Plut., τοὺς Ῥωμαίους εἱλουμένους ἐν ὀλίγῳ Crass. 15. – 3) zusammenziehen; ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον στρατόν Pind. Ol. 11, 45; ἀλῆναι ὑπ' ἀσπίδι, sich unter den Schild zusammenziehen, zusammenducken, Il. 13, 408. 20, 278, wie εἰληϑεὶς ὑπὸ τῇ ἀσπίδι Arr. An. 6, 9, 5; ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας, bergend, Callim. frg. 11; Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, sich zusammennehmend, Il. 21, 571, wie vom Löwen, der sich zusammenkauert, bevor er auf seine Beute losstürzt, 20, 168; οἴμησεν ἀλείς, alle seine Kräfte nahm er zusammen u. stürzte darauf los, Od. 24, 538. – 41 abhalten, hindern; Il. 2, 294; Aesch. frg. 19. – Bei Sp. auch = umhüllen. Ader μὴ ταχὺς Ἡρακλείτου ἐπ' ὀμφαλὸν εἴλεε βίβλον, entfalte nicht schnell, Ep. ad. 517 (IX, 540). – 5) Pass., sich herumtreiben; τῶν ἐν ποσὶ εἰλευμένων τοισι ἀνϑρώποισι, in der Nähe der Menschen, Her. 2, 76; περὶ τὸ στόμιον Luc.; a. Sp. Auch von den Sternen, kreisen, οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ τὴν σφετέρην εἰλέονται Luc. astrolog. 29. – Sich herumwinden, ἕλιξ εἱλεῖται κατ' αὐτόν, um den Becher, Theocr. 1, 31; περὶ δ' αὐτὸν – εἱλεῖτο φλόξ Hosch. 4, 104; a. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1067 Opp. Cyn. 1, 510. Vgl. übrigens Buttmann Lexik. II S. 141 ff. – Ἐόλει u. ἐόλητο s. unten bes.
-
11 αἰόλλει
-
12 εἴλω
-
13 ἐφετμά
ἐφετμά pl.,1 commandsκραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος O. 3.11
θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21
πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς P. 4.233
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (ἐφετμαὶ δ' οὐ κυρίως αἱ εὐχαὶ, ἀλλ αἱ ἐντολαί. Σ.) I. 6.18 ] Ἥρας ἐφετμαῖς fr. 169. 44. -
14 νιν
a = αὐτόν. νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ Pelops O. 1.26 ἄφθιτον θέν νιν (coni. Bergk, Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.) O. 1.64 λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pelops O. 1.68 ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν Herakles O. 3.26 τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν Herakles *O. 3.33 ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν Diagoras *O. 7.83 ἀλλά νιν ὕβρις ὦρσεν Ixion P. 2.28 “ οὐδ' ἀπίθησέ νιν” (ἱν coni. Hermann, cf. N. 1.66: “Parmi les solutions... il en est une...: c' est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d' un datif.” Des Places, 23, cf. Soph. fr. 471, Hesiod, fr. 11) P. 4.36 πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει Jason P. 4.233 ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει. εὖυ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος) P. 4.287 σύ τοί νιν μετανίσεαι (= πλοῦτον) P. 5.6 εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας Zeus P. 5.124 σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς ( νῦν v. l., νυν Bergk: “ νιν τὴν νίκην recte Dissen” Schr., probante Wil.) P. 6.19 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” Aristaios P. 9.63 ἅ νιν εὔφρων δέξεται Telesikrates P. 9.73 Ἰόλαον οὐκ ἀτιμά- σαντά νιν (= καιρόν) P. 9.80 ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα Herakles P. 9.88 ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (= ὄλβον) P. 12.29 καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (loc. susp.: μόρῳ coni. Boeckh: μόρον codd.: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil.) N. 1.66 νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κοσμὸν Ἀθάναις Timodemos N. 2.7 Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον Timasarchos N. 4.21ὕμνησαν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν Themistios N. 5.52 βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε Kreontidas N. 6.42 ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ Neoptolemos N. 7.42 πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν Aiakos N. 8.8 ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν Polydeukes N. 10.68 περᾶσσαί νιν (coni. Dissen: περάσαι σὺν codd.: Aristagoras) N. 11.10 ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ Asopodoros I. 1.36 ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ Nikomachos I. 2.25 σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι Melissos I. 4.73 “ καί νιν κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” I. 6.53 φαίης κέ νιν Lampon I. 6.72 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκτο Kleandros I. 8.67 ]Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Teneros Πα... ]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ]σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύμασι Perseus Δ.. 3. ταρβεῖ προσιόντα νιν fr. 110. combined with αὐτόν, emphatic, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν Amphiareus O. 6.14 δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος αὐτόν τέ νιν. Midas P. 12.6b = αὐτήν. Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν Athena O. 7.38 κάρυξ ἀνέειπέ νιν Aitna P. 1.32 ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν (Aitna: supp. Heyne, om. codd.) P. 1.37 ἐδαμάσσατό νιν Koronis P. 3.35 “ἦ μάν νιν ὤτρυνον φυλάξαι” (= βώλακα) *P. 4.40 “ εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε” *P. 4.43 “ πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἀποσυλᾶσαι” (= τιμάν) P. 4.109 τόθι νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ( νυν v. l.: Cyrene) P. 9.6 κίχε νιν λέοντί ποτ' παλαίοισαν Cyrene P. 9.26 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” Cyrene P. 9.33 “ ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” Cyrene P. 9.54 ἐν Πυθῶνί νιν εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ Cyrene P. 9.71 πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν; Klytaimnestra P. 11.22 χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (= ἀρετάν) *I. 1.43 σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ στρατὸς ἐκτίσσατο Aigina I. 9.1 ἐπέβα νιν Delos fr. 33d. 5. ] νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι Keos Pae. 4.15c = αὐτό. τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ( τὸ πλουτεῖν) P. 2.57δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν P. 4.242
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν (= μέλος) P. 12.22d = αὐτούς. ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός· αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (τὸ νίν Ἀρίσταρχος ἐπὶ τῆς εὐφροσύνης ἀκούει, ἄμεινον δέ, φησὶν ὁ Δίδυμος, ἐπὶ τῶν πόνων ἀκούειν τὴν νίν Σ.) N. 4.3 ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Apoll. Dysk., de pron., p. 84, 7 Schn., ἔτι καὶ ἡ νίν τάσσεται ἐπὶ πλήθους) fr. 7. [e = αὐτῷ, v. P. 4.36, N. 1.66]f fragg. ]ύοντές νιν εκ[ Πα. 13. b. 20. ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 2. ] τε νιν ποθ[ (Π̆{S}: μιν Π.) *Θρ. 5a. 7. ]αιων οὐδέ μ[ιν (supp. Lobel) *fr. 51f. c. 5. -
15 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
16 πῦρ
πῡρ (πῦρ, πυρός, πυρί, πῦρ.)1 fireaὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει O. 1.1
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμάν O. 1.48
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ O. 10.36
Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν O. 13.90
τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός P. 1.6
τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21
πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πυρὶ καιόμενος P. 3.102
φλόγ' πνέον καιομένοιο πυρος P. 4.225
πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει P. 4.233
εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) P. 4.266πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.62
γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ i. e. earthenware N. 10.35ματέρ' πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν Pae. 2.30
χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.98
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 1. θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ... πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ fr. 146. 1. πυρὶ δ' ὑπνόωντε σώματα ( ὤπτων coni. Snell) fr. 168. 3. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.b heatἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.50
См. также в других словарях:
ἐόλει — εἴλω shut in plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)