Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δασμόν

См. также в других словарях:

  • δασμόν — δασμός division of spoil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дань — ДАН|Ь (197), И с. 1. Дар, подарок, приношение: Даже кто запъртить или тѹ дань и се блюдо. да сѹдить ѥмѹ б҃ъ Гр ок. 1130; сребро и золото. вина и медове. брашьна чьстьна˫а и быстрии кони. и домове красьнии и велиции. и имѣни˫а многа. и и дани и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • συνομολογώ — συνομολογῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [ὁμολογῶ] έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη μσν. αρχ. (για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν πάντα εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»