Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λείπεται

  • 1 λείπεται

    λείπω
    leave: pres ind mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > λείπεται

  • 2 λείπω

    λείπω, [tense] impf.
    A

    ἔλειπον Il.19.288

    , etc.: [tense] fut.

    λείψω 18.11

    : [tense] aor. 1 ἔλειψα, part.

    λείψας Ar.Fr. 965

    (= Antiph.32), elsewh. only late, Plb.12.15.12 ( παρ-), Str.6.3.10 ( παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 ([place name] Thessalonica), 314.27 ([place name] Smyrna), etc.: but correct writers normally use [tense] aor. 2

    ἔλῐπον Il.2.35

    , A.Pers. 984 (lyr.), etc.: [tense] pf.

    λέλοιπα Od.14.134

    : [tense] plpf. ἐλελοίπειν ([dialect] Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—[voice] Med., in prop. sense chiefly in compds.: [tense] aor. 2

    ἐλιπόμην Hdt.1.186

    , 2.40, E.HF 169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense

    λείψομαι Hes.Op. 200

    , Hdt.7.8.ά, 48; also

    λειφθήσομαι S.Ph. 1071

    , λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: [tense] aor.

    ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43

    ; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.

    ἔλειφθεν h.Merc. 195

    : [tense] pf.

    λέλειμμαι Il.13.256

    , Democr.228, Pl.Ti. 61a, etc.: [tense] plpf.

    ἐλελείμμην Il.2.700

    ; [dialect] Ep.

    λέλειπτο 10.256

    : [dialect] Ep. [tense] aor. also

    ἔλειπτο A.R.1.45

    , etc.:
    1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [

    σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396

    ;

    νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant. 830

    (lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11;

    λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg. 872e

    ; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El. 1444, E.Hel. 226 (lyr.), etc.;

    αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or. 948

    .
    b conversely,

    τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696

    , Od.14.426;

    τὸν.. λίπε θυμός Il.4.470

    ;

    ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685

    , cf. Od.7.224;

    λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743

    ; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib. 213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. 11.
    2 leave behind, leave at home,

    παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403

    , cf. Il.5.480; esp. of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106;

    πατέρι γόον καὶ κήδεα λυγρά 5.157

    , cf. S.Aj. 973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib. 653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg. 923e, 924e;

    λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348

    (lyr.):—also in [voice] Med., leave behind one (as a memorial to posterity),

    μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186

    , 6.109, al.;

    λιπέσθαι τιμωρούς E. HF 169

    ;

    διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36

    , etc.
    b leave standing, leave remaining, spare,

    οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1

    ;

    μηδένα Id.HG2.3.41

    , Pl.R. 567b, etc.
    3 leave, forsake, Il.17.13, etc.;

    λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45

    ;

    εὕδοντα S.Ph. 273

    ; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib. 903;

    λ. τὴν τάξιν Pl.Ap. 29a

    , etc.; λ. ἐράνους fail in paying.., D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in.., D.49.19, 59.60, λ. δίκην allow it to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς.. οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8.
    b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119.
    4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21.
    II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 ([place name] Rhenea); v. supr. 1.1b.
    2 to be wanting or missing,

    οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου.. αἰκία S.El. 514

    (lyr.);

    οὔποτ' ἔρις λείψει κατὰ πόλεις E.Hel. 1157

    (lyr.);

    τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Id.HF 133

    (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist.HA 518a24;

    ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22

    ; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται.. μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin.., S.OT 1232: so c. gen.,

    βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6

    , etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals,

    κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43

    ;

    οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13

    ;

    τριήρεις πέντε λείπουσαι τῶν ἑκατὸν εἴκοσι D.S.13.14

    : generally,

    παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg. 728a

    ; ὁ λιπών ib. 759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase,

    λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28

    , al.; to be wanting, omitted,

    λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24

    : also c. dat.,

    λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε ¯ Id.Adv.147.17

    .
    b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5.
    c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10.
    B [voice] Pass., to be left, left behind,

    ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700

    ;

    οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250

    , etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λ., Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες.. μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687;

    μόνα.. νὼ λελειμμένα S.Ant.58

    , etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171).
    b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ .., the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives.., Ptol.Alm. 10.7.
    3 remain alive,

    πολλοὶ δὲ λίποντο Od.4.495

    , cf. A. Pers. 480, X.An.3.1.2.
    II c. gen.,
    1 to be left without, to be forsaken of,

    κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11

    ;

    σοῦ λελειμμένη S. Ant. 548

    ; but στρατὸν λελειμμένον δορός which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag. 517.
    2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ'.. Μενελάου δουρὸς ἐρωήν he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib. 523;

    κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι A.Pr. 857

    , cf. E.Hipp. 1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ to be behind time, X.Cyr.6.3.29;

    τῆς ναυμαχίης Id.7.168

    ;

    τῆς ἐξόδου Id.9.19

    ; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr. 1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44.
    3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of.., E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4);

    περί τι Plb.6.52.8

    ;

    πρός τι S.Tr. 266

    ;

    καμήλους ταχυτῆτι οὐ λειπομένας ἵππων Hdt.7.86

    ;

    ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72

    ;

    πλήθει λ. X.HG7.4.24

    ;

    πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31

    ; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled.., Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei,

    λειφθῆναι μάχης E.Heracl. 732

    ;

    οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or. 1041

    : Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than.., Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei,

    λειφθῆναι μάχῃ A.Pers. 344

    : c. part.,

    οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5

    ; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or. 1085;

    λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel. 1246

    : abs., to be defeated, Plb.1.62.6;

    ὑπό τινος AP11.224

    (Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also,

    λειπόμενοι

    the poor,

    IG14.1839.7

    .
    4 to be wanting or lacking in a thing, fail of or in, c. gen.,

    ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937

    ;

    γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El. 474

    (lyr.);

    λελειμμένη τέκνων E. Ion 680

    ; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj. 543; μῆνας ἓξ.. λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr. 519 ([place name] Thessalonica); also,

    λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC 495

    ; v. supr.3.
    5 to be in need of,

    τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28

    . (I.-E. leiq[uglide]-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, [tense] pres. [ per.] 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείπω

  • 3 λείπω

    λείπω (λείποι; λείποντα): impf. λεῖπε: aor. (λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: pass. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.)
    a leave, abandon

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.45

    ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) O. 6.100

    κράναν Ὑπερῇδα λιπών P. 4.125

    πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15

    οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29

    pass.,

    μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    c. gen., “χρήματα χρήματ' ἀνήρ, ὃς φᾶ κτεάνων θ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων bereft of I. 2.11 generally, εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. θεός σε) O. 1.108

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον ( κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) I. 8.56 Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. & pr. adj./adv.,

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν P. 1.10

    καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.59

    b leave behind, leave aliveχθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. Zeus and Poseidon Pae. 4.45 pass.,

    λείφθη δὲ Θέρσανδρος O. 2.43

    ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
    c fragg. ] λιπεῖν ὁτ[ (Π̆{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21.. λειπ[ Πα. 13a. 6.

    Lexicon to Pindar > λείπω

  • 4 καταλείπω

    καταλείπω, later [full] καταλιμπάνω (q.v.), [dialect] Ep. also [full] καλλείπω Il.10.238: [tense] fut.
    A

    καλλείψω 14.89

    : [tense] aor.

    κάλλῐπον 12.92

    : [tense] aor. 1 subj.

    καλλείψῃς Q.S.10.299

    ; part.

    καλλείψας Nonn.D.32.130

    ;

    καταλείψας Luc. DMeretr.7.3

    ; [dialect] Ion. iterat. καταλίπεσκε (κατελίπεσκε, καταλειπέεσκε codd.) Hdt.4.78: [tense] pf.

    - λέλοιπα Ar.Lys. 736

    :—[voice] Med., [tense] fut. καταλείψομαι (in pass. sense) X.An.5.6.12: [tense] aor. 2

    - ελιπόμην Hdt.3.34

    , Pl. Smp. 209d (in pass. sense, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene)):—[voice] Pass., [tense] fut.

    καταλειφθήσομαι Isoc.15.7

    , 17.1:— leave behind,

    πὰρ δ' ἄρ' ὄχεσφιν ἄλλον.. κάλλιπεν Il.12.92

    ; esp. of persons dying or going into a far country,

    κὰδ δέ με Χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι 24.725

    ;

    οὖρον.. κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν Od.15.89

    ;

    οἷόν μιν Τροίηυδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς 17.314

    ; so later,

    τὴν στρατιὴν καταλίπεσκε ἐν τῷ προαστίῳ Hdt.4.78

    ;

    φύλακον κ. τινά Id.1.113

    , cf. 2.103:—[voice] Med., καταλείπεσθαι παῖδας leave behind one, Pl.Smp.l.c., cf. Hdt.3.34, etc.:— [voice] Pass., to be left, remain behind,

    κατελέλειπτο ἐν Πέρσῃσι Hdt.1.209

    , cf. 7.170, X.An.5.6.12: c. gen., [ στρατὸς] καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ a force left behind the rest, Hdt.9.96.
    b κ. διαθήκας leave a will (when going on service), Id.9.14.
    II forsake, abandon, οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν.. καλλείψειν; Il.14.89, cf. 22.383; πολλοὺς καταλείψομεν we shall leave many upon the field, 12.226;

    ὤ μοι, εἰ μέν κε λίπω κάτα τεύχεα 17.91

    ;

    κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160

    : c. inf.,

    κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Od.3.271

    ; σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι κ. 5.344;

    μέλη.. θηρσὶν βοράν E.Supp.46

    (lyr.);

    μή ποτ' ἐμὸν κατ' αἰῶνα λίποι θεῶν πανάγυρις A. Th. 219

    ;

    μή με καταλίπῃς μόνον S.Ph. 809

    ;

    οἰκίας τε καὶ ἱερά Th. 2.16

    ; πατέρας καὶ ξυγγενεῖς ἀτίμους κ. Id.3.58; κ. τὴν δίαιταν not to appear at the trial, Test. ap. D.21.93.
    2 let drop, give up,

    τὰ αὑτῶν ἔργα X.Cyn.3.10

    , cf. 10.15;

    εἰ ἐνταῦθα -λίποιμι τὸν λόγον Isoc. 9.33

    .
    III leave remaining,

    ὀκτὼ μόνον X.An.6.3.5

    codd.; κ. ἄφοδον leave an exit, ib.4.2.11:—[voice] Med.,

    κ. στενὴν διέξοδον Pl.Ti. 73e

    ; - λείπεσθαι ἑαυτῷ reserve for oneself, X.Mem.1.1.8;

    ὑπερβολὴν οὐ κ. Χαρᾶς Plb.16.23.4

    , cf. 16.25.6:—[voice] Pass., to be left, remain, τίς ἔτι ἡδονὴ -λείπεται; Lys.2.71, cf. Ep.Hebr.4.1, etc.; of the remainder in calculations, PPetr.3p.326, al. (iii B.C.), Nicom.Ar.1.13.13, etc.: impers. καταλείπεται c. inf., it remains that.., τὸν κόσμον κ. ἀθάνατον εἶμεν Aristaeusap.Stob.1.20.6, cf. D.Chr.37.16, etc.; - λείπεται μάχη yet remains to be fought, X.Cyr.2.3.11.
    2 leave alone, opp. περιαιρέω, Id.Mem.3.2.4, cf. Arist.Pol. 1342a34.
    b leave undisputed,

    τὰς παραλλαγάς Phld.Sign.24

    : hence, admit, allow the truth of a doctrine, Id.Po.5.34, Demetr.Lac.Herc.1055.13:—[voice] Pass., Phld.Piet. 80.
    c omit, c. inf., Alex.Aphr. in SE118.10.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλείπω

  • 5 λείπεθ'

    λείπετε, λείπω
    leave: pres imperat act 2nd pl
    λείπετε, λείπω
    leave: pres ind act 2nd pl
    λείπεται, λείπω
    leave: pres ind mp 3rd sg
    λείπετο, λείπω
    leave: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
    λείπετε, λείπω
    leave: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > λείπεθ'

  • 6 λείπετ'

    λείπετε, λείπω
    leave: pres imperat act 2nd pl
    λείπετε, λείπω
    leave: pres ind act 2nd pl
    λείπεται, λείπω
    leave: pres ind mp 3rd sg
    λείπετο, λείπω
    leave: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
    λείπετε, λείπω
    leave: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > λείπετ'

  • 7 αἰών

    αἰών (ὁ, ἡ. αἰών, -ῶνος, -ῶνα)
    a span, course of life

    αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος O. 2.10

    ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.67

    μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.60

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε P. 3.86

    τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ P. 4.186

    κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο P. 5.7

    λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.75

    ἐκ πόνων δ' τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44

    ἐπεὶ τούτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τοὐρανῷ, εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59

    αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.42

    δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον existence fr. 131b. 2. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (sc. a Dryad nymph.) fr. 165.

    Lexicon to Pindar > αἰών

  • 8 εἴδωλον

    1 image ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον· τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.

    Lexicon to Pindar > εἴδωλον

  • 9 ἔτι

    a hereafter

    ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.6

    εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65

    b still, yet with verbs.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63

    καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.25

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80

    ]

    υἱὸν ἔτι τέξει Pae. 10.21

    ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.
    c even with comparative.

    ἔτι γλυκυτέραν O. 1.109

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.
    d c. neg. no longer

    ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47

    ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
    e fragg. μνᾶμ' ἔτι του[ Πα. 13c. 13.

    ἔτι δ' ἀνδρ[ Pae. 21.21

    Lexicon to Pindar > ἔτι

  • 10 ζωός

    1 alive, living

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.10

    ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πέτραι: the Symplegades) P. 4.209 n. pro subs., living creature,

    ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52

    Lexicon to Pindar > ζωός

  • 11 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 12 λιμήν

    A harbour, Il.1.432 (here distd. fr. ὅρμος, mooringplace), al., Pl.Ti. 25a, etc.; Κανθάρου λ. a dockyard in the Piraeus, with a pun on κάνθαρος just above, Ar. Pax 145 (ubi v. Sch.): freq. in pl.,

    λιμένες νηῶν ὀχοί Od.5.404

    ;

    λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ 4.846

    ;

    λιμένες τε πάνορμοι 13.195

    , cf. S.Ph. 936, etc.: c. gen. objecti, λιμένες θαλάσσης havens of refuge from the sea, Od.5.418, cf. Hes.Sc. 207.
    II metaph., haven, retreat, refuge, Thgn.460; ἑταιρείας λ. a haven of friendship, S.Aj. 683;

    οὗτος.. λ. πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med. 769

    : c. gen. objecti, λ. κακῶν from ills, A.Supp. 471;

    ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανείς E.Andr. 891

    ;

    ὕπνον.. τῶν καμάτων λ. Critias 6.20

    D.;

    λ. τῆς πλάνης ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται D.H.1.58

    .
    2 gathering-place, receptacle,

    πλούτου λ. A.Pers. 250

    ;

    μέγας E.Or. 1077

    ;

    παντὸς οἰωνοῦ λ. S.Ant. 1000

    ; Ἅιδου λ. harbour of death, ib. 1284 (lyr.);

    ξείνων αἰδοῖοι λιμένες Emp.112.3

    ; βοῆς τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λ.; what place shall not harbour (i.e. receive) thy cry? S.OT 420.
    III = ἀγορά in Thessaly and Paphos, IG9(2).517.42 ([place name] Larissa), Gal.Thras.32, D.Chr.11.23 (interpol.).
    IV the source of birth, womb, Emp.98.3, S.OT 1208 (lyr.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμήν

  • 13 ἄχρηστος

    A useless, unprofitable,

    μετάνοια Batr.70

    ;

    νέες Hdt.1.166

    ;

    ἄ. ὁ ὀφθαλμὸς γίνεται Hp.Prorrh.2.19

    ;

    οὐκ ἄ. ἥδ' ἡ ἄνοια Th.6.16

    ; χρεομένῳ ἄχρηστα useless if you try to use them, Hp.Art.14;

    πεσεῖν ἄ. θέσφατον

    without effect,

    E.IT 121

    ;

    ἄ. ἐς πόλεμον Hdt.8.142

    , Lycurg.53;

    πρός τι Arist.HA 560b14

    : c. gen. rei,

    ἄ. τῶν ἔργων Id.Oec. 1345a35

    ; ἄ. τινι useless to a person, Hdt.1.80, cf. X.Oec.8.4 ([comp] Sup.);

    τῇ πόλει E.Heracl.4

    ;

    τὸ διηπορηκέναι οὐκ ἄ. Arist.Cat. 8b24

    .
    2 = ἀχρεῖος (which it almost superseded in the Oratt. and later Greek), useless, do-nothing, D.19.135 ([comp] Comp.), etc.;

    ἄ. πολῖται Is.7.37

    ; σοφισταί prob. l. in Lys.33.3; non-effective, unwarlike, Eun.Hist.p.239D.; so (with a pun— not having received an oracle) Ath.3.98c. Adv.

    -τως, ἔχειν πρός τι D.61.43

    .
    II unkind, cruel,

    θεοί Hdt.8.111

    ;

    λόγος Id.9.111

    .
    IV not used, i.e. new,

    ἱμάτια Luc.Lex.9

    , Ath.3.97e.
    2 obsolete, Eust.118.25, Sch.rec.S.El. 132.
    3 not to be used, unseemly, EM463.26.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄχρηστος

  • 14 ἕκαστος

    ἕκαστος, η, ον,
    A each, opp. the whole body, Il.2.805, etc.: sg. with pl. Verb, ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος they went home each to his own house, 1.606 ;

    δεδμήμεσθα ἕκαστος 5.878

    , cf. Hdt.3.158 ; so in [dialect] Att., Ar.Pl. 785, Pl.Prt. 327e, etc. ;

    ὅτι ἕκαστος ἐπίστασθε ἀγαθόν X.Smp.3.3

    : sg. in apposition with pl. Noun or Pron., which expresses the whole,

    Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον Il.7.215

    ;

    ὔμμι..ἑκάστῳ 15.109

    ;

    αἱ δὲ γυναῖκες..θαύμαζον..ἑκάστη 18.496

    , etc. ;

    Περσίδες δ'.. ἑκάστα..λείπεται A.Pers. 135

    (lyr.) ; αἱ ἄλλαι πᾶσαι [ τέχναι]

    τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Pl.R. 346d

    , cf. Grg. 503e ; ὅστις ἕκαστος every one which.. (nisi leg. ὥς τις), Hes.Th. 459.
    2 the Art. is sts. added to the Subst. (so regularly in earlier [dialect] Att. Inscrr., IG12.22.14, al., exc. ἑκάστου μηνός ib.6.125) with which ἕκαστος agrees, in which case ἕκαστος is commonly put first, καθ' ἑ. τὴν ἡμέραν every single day, Isoc.12.211, etc. ;

    περὶ ἑ. τῆς τέχνης Pl.Phdr. 274e

    : also following the Subst.,

    κατὰ τὸν οξπλίτην ἕκαστον Th.5.49

    ;

    κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην Id.6.63

    , al.
    II in pl., all and each severally, Il.1.550, al., A. Supp. 932, etc. ; οἷστισιν ἑκάστοις to whichsoever severally, Pl.Lg. 799a.
    2 each of two or more groups or parties, Od.9.164, Hdt. 1.169, A.Pr. 491, Th.6.77, etc.
    III strengthd. by the addition of other Prons., εἷς ἕ. (v. εἷς) ;

    εἷς τις ἕ. S.Ant. 262

    ; ἕκαστός τις each one, Pi.N.4.92, Th.3.45, etc. ;

    ταῦτα ἕκαστα Hdt.5.13

    , etc. ;

    αὔθ' ἕκαστα

    all in exact detail,

    A.Pr. 950

    .
    2 with Preps., esp.

    κατά, καθ' ἕκαστον

    singly, by itself,

    Pl.Tht. 188a

    , al. ;

    καθ' ἕ. καὶ σύμπαντα Id.Sph. 259b

    ; τὸ καθ' ἕ., τὰ καθ' ἕκαστα, particulars, Arist.Ph. 189a6, EN 1143b4, al. ; παρ' ἕκαστον, παρ' ἕκαστα, in every case, Plb.4.82.5,3.57.4, etc. ;

    παρ' ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Pl.Prt. 325d

    ; παρ' ἕκαστον λέγων constantly interjecting, Men.Epit.48.
    3

    ὡς ἕκαστοι

    each by himself,

    Hdt.6.79

    , Th.1.15, etc.: in sg.,

    τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Hdt.1.132

    , cf. Pi.P.9.98 ;

    οὐχ ὡς ἕ. ἀλλὰπάντες Arist.Pol. 1292a12

    , cf. 1283b34.
    IV later, = ἑκάτερος, D.H.3.2 codd. (

    ϝέκαστος Leg.Gort.1.9

    , al., Schwyzer 409.4 ([place name] Elis), IG9(1).334.9 ([place name] Locris). Apptly. connected with ἑκάς by Dam.Pr. 423.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕκαστος

  • 15 ὁδός

    ὁδός, ( οὐδός once in Hom., Od.17.196):
    I of Place, way, road, Il.12.168, 16.374, IG12.878, al. ;

    ἱππηλασίη ὁ. Il.7.340

    ;

    λαοφόρος 15.682

    ;

    ὁ. ἁμαξιτός Pi.N.6.54

    ; ὁ. ἱερά, to Eleusis, Paus.1.36.3, cf. IG12.881 ;

    βασιλικὴ ὁ. PPetr.3p.65

    (iii B.C.), PSI8.917.8 (i A. D.) ; ποταμοῦ ὁ. course, channel of a river, X.Cyr.7.5.16 ;

    ὁ. ἀκοντίου Antipho 3.4.5

    : with expression of the direction,

    ὁδὸς ἐς.. Od. 22.128

    ;

    ἡ ὁ. ἡ εἰς ἄστυ Pl.Smp. 173b

    ;

    ἐπί.. Id.Phdr. 272c

    ; τὴν εὐθὺς Ἄργους.. ὁ. leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 ; τῆς ἀληθείας ὁ. the way to truth, Id.Fr. 289 ; cf.

    νόστος 1.1

    .
    2 with Preps.,

    πρὸ ὁδοῦ

    further on the way, forwards,

    Il.4.382

    (cf. φροῦδος) ; later, = προὔργου, profitable, useful, πρὸ ὁ. εἶναι πρός τι to be helpful towards.., Arist.Cael. 292b9, cf. Metaph. 1044a24 ;

    πρὸ ὁδοῦ γέγονεν Id.Pol. 1338a35

    , cf. D.Prooem.34 ;

    κατ' ὁδόν

    by the way,

    Hdt.1.41

    , 111 ; κατὰ τὴν ὁ. along the road, Pl.Smp. 174d, cf. infr. 111.3 ; ἐκ τῆς ὁ. on his road, Hdt.1.157 (but ἄνθρωπος ἐξ ὁ. 'the man in the street', Eup.25 D.) ; ἐν ὁδῷ on a road, Hdt.1.114 ;

    ἐν τῇ ὁ. μέσῃ Id.3.76

    (but ἐν ὁ. καθελών Lexap.D.23.53, expld. by ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ by Harp. s.v. ὁδός) ; ὁδοῦ πάρεργον by the way, cursorily, Cic.Att.5.21.13,7.1.5, Gal.11.607.
    3 ὁδός is freq. omitted,

    ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους Pl.Ly. 203a

    ; ἡ ἐπὶ θανάτου, v. θάνατος ; cf. τηνάλλως.
    II as an Action, travelling, journeying, whether by land or water, journey, voyage, Od.2.285,8.150, etc.;

    τρίποδας ὁ. στείχει A.Ag.80

    (anap.);

    τὰν νεάταν ὁ. στείχουσαν S.Ant. 807

    (lyr.) ;

    ὁ. ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή Heraclit. 60

    ; also, expedition, foray,

    ὁδὸν ἐλθέμεναι Il.1.151

    , cf. A.Th. 714 ; τριήκοντα ἡμερέων.. ὁ. a thirty days' journey, Hdt.1.104, cf. 206 ; also

    ὅσον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδόν Id.3.5

    (codd., ὁδοῦ edd.) ;

    ἄστρων ὁδοί E. El. 728

    (lyr.): as acc. cogn. with Verb of motion, τὴν ὁ. ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν by or in which.., Il.6.292 ; οὐρανοῦ τέμνων ὁ... Ἥλιε, metaph. from a ship, E.Ph.1 (but in Prose ὁ. τέμνειν is to make a road, Th.2.100, Pl.Lg. 810e) ; similarly where ὁ. is road,

    μέσην ἔρχευ τὴν ὁ. Thgn.220

    ;

    ὁ. χωρεῖν Th.3.24

    ; ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁ., from Delphi, Hdt.6.34.
    III metaph., way or manner,

    πολλαὶ δ' ὁ... εὐπραγίας Pi.O.8.13

    ;

    γλώσσης ἀγαθῆς ὁδός A.Eu. 989

    (anap.) ; θεσπεσία ὁ. the way or course of divination, Id.Ag. 1154(lyr.);

    μαντικῆς ὁ. S.OT 311

    ;

    οἰωνῶν ὁδοῖς Id.OC 1314

    ;

    σῶν ὁ. βουλευμάτων E.Hec. 744

    ;

    γνώμης Id.Hipp. 290

    ; λογίων ὁ. their way, intent, Ar.Eq. 1015 ;

    εὐτελείας ὁ. Jul.Or.6.198d

    .
    2 a way of doing, speaking, etc.,

    τῆσδ' ἀφ' ὁδοῦ διζήσιος Parm.1.33

    , cf. 8.18 ; τριφασίας ἄλλας ὁ. λόγων ways of telling the story, Hdt.1.95, cf. 2.20,22 ; but τριφασίας ὁ. τρέπεται turns into three forms, Id.6.119 ;

    ἄδικον ὁ. ἰέναι Th.3.64

    ; ὁ. ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar.Pl. 506, cf. Nu.75 ;

    ἢν ἔχομεν ὁ. λόγων Id. Pax 733

    ;

    μία δὴ λείπεται.. ὁ. Pl.Smp. 184b

    .
    3 method, system, Id.Sph. 218d, Arist.APr. 53a2, al.;

    ὁδῷ

    methodically, systematically,

    Pl.R. 533b

    , Stoic.2.39, etc. ; so

    καθ' ὁδόν Pl.R. 435a

    ;

    τὴν διὰ τοῦ στοιχείου ὁ. ἔχων ἔγραφεν Id.Tht. 208b

    (cf.

    διέξοδον 208a

    ).
    4 of the Christian Faith and its followers, Act.Ap.9.2, 22.4, 24.14. (Root sed- 'go', in Skt. sad-, ā-sad- 'come to', 'reach', OSlav. choditi 'go'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁδός

  • 16 λείπω

    λείπω fut. 3 sg. λείψει ApcEsdr; 2 aor. ἔλιπον, subj. 3 sg. λίπῃ Tit 3:13 v.l.; pf. pass. ptc. λελειμμένος 2 Macc 4:45 (Hom.+, ‘leave [behind]’ and other senses).
    to leave behind, trans., mid. and pass.
    fall short, be inferior, lack (Hdt. 7, 8, 1; Diod S 17, 46, 1; Jos., Bell. 3, 482, Ant. 14, 474; Just., A I, 67, 1 and 6) ἔν τινι in someth. (Sb 620, 6 [97/96 B.C.] of a temple λείπεσθαι ἐν τῷ μὴ εἶναι ἄσυλον; SIG 618, 15; 800, 29; PGM 4, 2347) ἐν μηδενί fall short in no respect Js 1:4.
    be/do without, lack, be in need or want (of) w. gen. (B-D-F §180, 4; cp. Soph., El. 474; Ps.-Pla., Axioch. 366d; later, e.g. Libanius, Progym.: Confirm. 1, 1 vol. VIII p. 138f. τῆς ἐνθέου μανίας) σοφίας be deficient in wisdom Js 1:5. τῆς ἐφημέρου τροφῆς be in need of daily food 2:15. θεοῦ lack God ITr 5:2b. μηδενός lack nothing IPol 2:2.
    to be deficient in someth. that ought to be present for whatever reason, lack, intr., act. (λείπει τί τινι: Polyb. 10, 18, 8; Epict. 2, 14, 19; Jos., Ant. 12, 36; λείπει τίς τινι ApcEsdr 6:18 p. 31, 27 Tdf.) σοὶ πολλὰ λείπει you fall far short Hv 3, 1, 9. πολλὰ ἡμῖν λείπει we lack much ITr 5:2a. ἔτι ἕν σοι λείπει there is one thing that you still lack Lk 18:22 (cp. Jos., Bell. 4, 257 τοῖς τολμήμασιν ἓν μόνον λείπει; TestAbr A 14 p. 93, 26f [Stone p. 34] τί ἔτι λείπεται τῇ ψυχῇ εἰς τὸ σώζεσθαι;) ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ that they may lack nothing Tit 3:13. τὰ λείποντα (Just., A I, 52, 2; τὰ λ. τοῦ ψαλμοῦ Just., D 106, 1; Lucian, Syr. Dea 26) what is lacking, the defects 1:5. W. inf. foll. (cp. B-D-F §393, 4) λείπει τῷ πύργῳ ἔτι μικρὸν οἰκοδομηθῆναι the tower still lacks a little of being finished, is still not quite finished Hs 9, 9, 4.—B. 839. DELG. M-M. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > λείπω

  • 17 ἔτι

    ἔτι adv. (Hom.+)
    pert. to continuance, yet, still (contrast ἤδη ‘already’–ἔτι ‘still’ Chariton 49).
    in positive statements, to denote that a given situation is continuing still, yet.
    α. of the present Lk 14:32; Hb 11:4. ἔ. σαρκικοί ἐστε 1 Cor 3:3. ἔ. ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις 15:17. ἔ. ὑπὸ κίνδυνόν εἰμι ITr 13:3. εἰ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον if I were still trying to please people Gal 1:10; 5:11a. καὶ τούτοις ἔτι κεῖται μετάνοια the possibility of repentance is also open to these Hs 6, 7, 2. ἔτι καὶ νῦν even now Dg 2:3 (Just., D. 7, 2; cp. A I, 26, 5 καὶ νῦν ἔτι; A II, 6, 6 καὶ ἔτι νῦν).
    β. of the past, w. the impf. (Arrian, Anab. 6, 13, 2 ἔτι ἠπίστουν=they still disbelieved) ἔ. ἐν τῇ ὀσφύϊ ἦν he was still in the loins (i.e. not yet begotten) Hb 7:10; cp. J 11:30. Oft. w. the pres. ptc., which stands for the impf. (Diog. L. 9, 86 ἔτι ὁ ἥλιος ἀνίσχων) ἔ. αὐτοῦ λαλοῦντος while he was still speaking (cp. Job 1:16, 17, 18; TestAbr A 12 p. 90, 14 [Stone p. 28]; Jos., Ant. 8, 282) Mt 12:46; 17:5; 26:47; Mk 5:35a; 14:43; Lk 8:49; Ac 10:44 al. εἶπεν ἔτι ζῶν he said while he was still living Mt 27:63 (Jos., Ant. 4, 316; 8, 2 ζῶν ἔ.). ἔ. προσερχομένου αὐτοῦ while he was still approaching Lk 9:42. ἔ. αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος while he was still a long way off 15:20. σκοτίας ἔ. οὔσης while it was still dark J 20:1. ἔ. ὢν πρὸς ὑμᾶς when I was still with you 2 Th 2:5; cp. Lk 24:6, 41, 44; Ac 9:1; Ro 5:6, 8; Hb 9:8. ὄντος ἔτι ἐν σαρκί σου while you are still alive AcPlCor 1:6 (TestAbr A 9 p. 87, 3 [Stone p. 22] ἔτι ἐν τούτῳ τῷ σώματι ὤν; Just., D. 49, 7 ἔτι ὄντος τότε ἐν ἀνθρώποις Μωυσέως).
    γ. of the future πλησθήσεται ἔ. ἐκ κοιλίας he will be filled while he is still in his mother’s womb Lk 1:15 (ἔ. ἐκ κοι. Is 48:8; cp. 43:13 and Anth. Pal. 9, 567, 1 ἔ. ἐκ βρέφεος; Ps.-Plut., Mor. 104d). καὶ ἔ. ῥύσεται and he will deliver us again 2 Cor 1:10 (PsSol 9:11 εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἔτι al.).
    in neg. statements
    α. οὐδὲ ἔ. νῦν not even yet 1 Cor 3:2 (s. νῦν 1aβג).
    β. to denote that someth. is stopping, has stopped, or should stop no longer (PsSol 3:12 al.; TestSol D 4:9 τέθνηκεν καὶ οὐκ ἔτι ἴδῃς αὐτόν; ApcMos 13; Arrian, Anab. 5, 25, 3 and 6; 6, 29, 2a οὐ ἔτι=not any longer; Aesop, Fab. 243 H.=Ch. 200 p. 333, 52 μὴ ἔτι=no longer; Jos., C. Ap. 1, 72; Just., D. 5, 4 al.) οὐ δύνῃ ἔ. you can no longer Lk 16:2; cp. Mt 5:13; Lk 20:36; Rv 12:8 al.; οὐ μὴ ἔ. never again Hb 8:12; 10:17 (both Jer 38:34; En 5:8; TestAbr B 3 p. 107, 21 [Stone p. 62]; GrBar 1:7); Rv 18:21, 22, 23. Sim. in rhetorical questions τί ἔ. σκύλλεις τ. διδάσκαλον; why should you bother the Teacher any further?= you should not bother him any further Mk 5:35b. Cp. what further need have we of witnesses? Mt 26:65; Mk 14:63; Lk 22:71.—Ro 6:2.
    of time not yet come ἔ. (χρόνον) μικρόν a little while longer J 7:33; 12:35; 13:33; 14:19; Hb 10:37 (TestJob 24:1) ἔ. τετράμηνός ἐστιν καί there are still four months before J 4:35 (PParis 18 ἔ. δύο ἡμέρας ἔχομεν καὶ φθάσομεν εἰς Πηλοῦσι).
    pert. to number
    what is left or remaining (TestAbr A 14 p. 93, 26 [Stone p. 34] τί ἔτι λείπεται;) ἔ. ἕνα εἶχεν υἱόν Mk 12:6. τί ἔ. ὑστερῶ; what do I still lack? Mt 19:20; cp. Lk 18:22; J 16:12; Rv 9:12.
    that which is added to what is already at hand (GrBar 16:3 ἔ. σὺν τούτοις; Just., D. 8, 1 ἔ. ἄλλα πολλά; Tat. 20, 1 κόσμος … ἡμᾶς ἔ. καθέλκει) in addition, more, also, other ἔ. ἕνα ἢ δύο one or two others Mt 18:16; ἔ. τοῦτο … δεῖ τελεσθῆναι Lk 22:37 v.l.; ἔ. προ[σθείς] while he added Ox 1081 (SJCh) 9, after Wessely. ἔ. δέ (X., Mem. 1, 2, 1; Diod S 1, 74, 1; 13, 81, 3; Strabo 10, 3, 7; Dio Chrys. 36 [53], 1; 2 Macc 6:4) Hb 11:36. ἔ. δὲ καί furthermore (X., An. 3, 2, 28 al.; UPZ 61, 10 [161 B.C.]; PMich 174, 7 [146 A.D.]; 2 Esdr 19:18; EpArist 151; Jos., Bell. 2, 546, Ant. 7, 70; Ar. 4:3 al.; Just., D. 34, 1; Tat. 29, 1 al.; Mel., HE 4, 26, 13; Ath. 13, 1) Ac 2:26 (Ps 15:9); 1 Cl 17:1, 3; Hs 5, 2, 5; B 4:6; AcPl Ox 6, 20 (= Aa I 242, 2) al. ἔ. τε καί (Jos., Ant. 14, 194) Lk 14:26; Ac 21:28. ἔ. ἄνω, ἔ. κάτω farther up, farther down Mt 20:28 D. ἔ. ἅπαξ once again (2 Macc 3:37; TestAbr A 9 p. 86, 24 [Stone p. 20] al.; ApcSed 12:2) Hb 12:26f (Hg 2:6). W. a comp. ἔ. μᾶλλον (Hom. et al.; POxy 939, 3; Jos., Ant. 20, 89) Phil 1:9; περισσότερον ἔ. Hb 7:15. ἔ. καί ἔ. again and again B 21:4; Hs 2:6.
    in logical inference, in interrog. sentences (Just., D. 7, 1, 151 τίνι οὖν … ἔ. τις χρήσαιτο διδασκάλῳ;) τίς ἔ. χρεία; what further need would there be? Hb 7:11. τί ἔ. μέμφεται; why, then, does (God) still find fault? Ro 9:19; cp. 3:7; Gal 5:11b.—DELG. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔτι

См. также в других словарях:

  • λείπεται — λείπω leave pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • недоста˫ати — НЕДОСТА|˫АТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. Недоставать, не хватать: что бо недостаеть д҃ши. КР 1284, 4а; недостаѥ(т) то же се мнѣти антиохо(м). бывшее. (λείπεται) ГБ XIV, 92в; елико преже погуби неду(г). нежели елико недугу недостае(т). (λείπεται) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • недостатъчьствовати — НЕДОСТАТЪЧЬСТВ|ОВАТИ (8), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1. Не иметь в достаточном количестве, в необходимой степени: вси же досто˫ани˫а ѥ˫а недостаточьствѹѥмъ. приѥмлюще блг(д)тию х(с)вою недостаткомъ исполнениѥ. (ἀπоλειπόμεϑα) ПНЧ 1296, 15; мнѣ же слово свое˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • недостати — НЕДОСТА|ТИ (22), НОУ, НЕТЬ гл. 1. Не хватить, оказаться недостаточным: Различье же ѥсть завѣту. и недоставшему в немь наполненiю. ˫ако въ завѣтѣ ѹбо и наслѣдника и подънаслѣднiка. достоино ѥсть писатi КР 1284, 306б; кѹпи ю [ризу] и давъ злато… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • оста˫ати — ОСТА|˫АТИ (9), Ю, ѤТЬ гл. 1.Оставлять: и тако остають. бл҃жны˫а надежа. и званы˫а [вм. звани˫а?] х(с)ва свершень˫а. ПНЧ к. XIV, 26а. 2. Оставаться: нъ и ты б҃аты ѹмреши. и остаѥть домъ твои. (μένει) СбТр XII/XIII, 15 об.; Сѣ˫аньемъ решетънымъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μονόζυξ — μονόζυξ, ό και ἡ (Α) 1. μόνος, μονάχος 2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό …   Dictionary of Greek

  • Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… …   Dictionary of Greek

  • λείπεθ' — λείπετε , λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπετε , λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπεται , λείπω leave pres ind mp 3rd sg λείπετο , λείπω leave imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λείπετε , λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπετ' — λείπετε , λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπετε , λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπεται , λείπω leave pres ind mp 3rd sg λείπετο , λείπω leave imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λείπετε , λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»