Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐνῐκ-

См. также в других словарях:

  • αηδώ — ἀηδὼ ( οῦς), η (Α) αηδών, αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος… …   Dictionary of Greek

  • CICYNNA — tribus Acamantidosgens, Aristoph. in Nub. Ibi festum olim sollenne in Apollinis honorem. Hinc Κικιννεὺς, qui ex hac demo erat oriundus. Inscr. vetus, ΛΥΣΙΚΡΑΤΗΣ ΛΥΣΙΕΙΔΟΥ ΚΚΥΝΝΕΥΣ ΕΧΘΡΗΓΕΙ ΑΚΑΜΑΝΘΕΣ ΠΑΙΔΩΝ ΕΝΙΚ ΘΕΩΝ ΗΥΛΕΙ ΛΥΣΙΑΔΗΣ ΑΘΗΝΙΟΣ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • έννηφιν — ἔννηφιν και ἔνηφιν επικ. τ. τής δοτ. ενικ. τού θηλ. τού επιθ. ένος, η, ον (Α) την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ αὔριον ἔς τ ἔνηφιν» και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • απεστώ — ἀπεστώ ( οῡς), η (Α) απουσία, απομάκρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άπεστι, γ ενικ. πρόσ. του άπειμι «απουσιάζω» (πρβλ. ευεστώ, συνεστώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αϊταίρι — το 1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα 2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το] …   Dictionary of Greek

  • γοργονεία — γοργονεία, η (Α) το κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον , τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών. Η ονομασία τού κοραλλιού προήλθε πιθ. από τη μορφή του, που μοιάζει με το κεφάλι τής Γοργόνας, τής Μέδουσας] …   Dictionary of Greek

  • γοργόνειος — α, ο (Α γοργόνειος, ον) 1. ο σχετικός με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα 2. το ουδ. ως ουσ. το Γοργόνειον το κεφάλι τής Μέδουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …   Dictionary of Greek

  • γοργόνη — η (Α Γοργόνη, Μ γοργόνη) μσν. νεοελλ. η γοργόνα αρχ. βλ. Γοργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …   Dictionary of Greek

  • γοργόνωτος — γοργόνωτος, ον (Α) φρ. «γοργόνωτος ἀσπίς» ασπίδα στολισμένη με το κεφάλι τής Μέδουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …   Dictionary of Greek

  • εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»