Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἴσω

См. также в других словарях:

  • οίσω — οἴσω (Α) μέλλ. τού ρ. φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ , άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω τού ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. τού ενεστ. φέρω* και τού αορ. ἤνεγκον (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • οἰσῶ — φέρω fero fut ind act 1st sg (doric) οἰσός withy masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴσω — φέρω fero fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LACERTA — an a lacerando, an quod pedes habet lacertis humani brachii similes, Graece σαῦρα, notum reptile est, hominis amicitiâ, et antipathiâ serpentis, unde et ὀφιομάχου accepit nomen. Sed et lacertae immicissimum genus cochleis, ut ait Plin. l. 8. c.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • έξοισις — ἔξοισις, η (Α) διάδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ οίσω (μέλλ. τού εκφέρω)] …   Dictionary of Greek

  • ετερόκλιτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκλιτος, ον) (για ονόματα ή ρήματα) αυτός που κλίνεται ανώμαλα («Ζευς, Διός», «πυρ, πυρά», «φέρω, οίσω, ήνεγκον») νεοελλ. ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλιτός (< κλίνω) πρβλ. ά κλιτος] …   Dictionary of Greek

  • ευπάροιστος — εὐπάροιστος, ον (Α) 1. αυτός που παραφέρεται εύκολα 2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ οιστος (< παρ οίσω, μέλλ. τού παρα φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] …   Dictionary of Greek

  • οίσις — οἶσις, ἡ (Α) κίνηση, φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω, μέλλ. τού φέρω (πρβλ. έξ οισις). Η λ. έχει πλαστεί από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τη λ. οἴησις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»