Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀνείδη

См. также в других словарях:

  • ὀνείδη — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • τέλθεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀνείδη καὶ πόλις καὶ ἔθνος» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»