Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐλιπόμην

См. также в других словарях:

  • ἐλιπόμην — λείπω leave aor ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»