Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φέρων

См. также в других словарях:

  • Φερῶν — Φεραί fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρων — φέρω fero pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιος Γεώργιος Φερών — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 939 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φερών …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • носити — НО|СИТИ (518), ШОУ, СИТЬ гл. 1. Держа, перемещать, переносить: И се изидоша ис полатъ тѣхъ мѹжи крилати... носѧште ларѣ •д҃•ри (φέροντες) Изб 1076, 271; и повѣдааше съ нима видѣвъ георги˫а... ход˫аща съ нима и нос˫аща свѣщю. СкБГ XII, 19г; и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπίδας — I (περ. 420 π.Χ. – 364 π.Χ.). Θηβαίος πολιτικός και στρατηγός, γιος του Ιπποκλή (ενός από τους πλουσιότερους Θηβαίους της εποχής) και φίλος του Επαμεινώνδα. Μετά την κατάληψη της Καδμείας (ακρόπολης των Θηβών) από τους Σπαρτιάτες (382 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …   Dictionary of Greek

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»