Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περιάψειν

См. также в других словарях:

  • περιάψειν — περϊάψειν , περιάπτω tie fut inf act (attic epic) περϊά̱ψειν , περιάπτω tie futperf inf act (attic epic doric aeolic) περιιάπτω wound all round fut inf act (attic epic) περῑάψειν , περιιάπτω wound all round futperf inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»