Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πληγήν

См. также в других словарях:

  • πληγήν — πληγή blow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήγην — πλήσσω struck with terror aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) πλήσσω struck with terror aor ind pass 1st sg (homeric ionic) πλήσσω struck with terror aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) πλήσσω struck with terror aor ind pass 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • око за око, зуб за зуб — (Закон возмездия.) Ср. Gleiches mit Gleichem vergelten. Ср. Par pari refertur. Равное равному воздается. Hieron. Ep. 45, 5. Ср. Denique Par pari referto. Terent. Eunuch. 3, 1, 55. Ср. Plaut. Merc. 3, 4, 44. Truc. 5, 47. Ср. Lex Talionis (закон… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Око за око, зуб за зуб — Око за око, зубъ за зубъ. (Законъ возмездія.) Ср. Gleiches mit Gleichem vergelten. Ср. Par pari refertur. Пер. Равное равному воздается. Hieron. Ep. 45, 5. Ср. Denique Par pari referto. Terent. Eunuch. 3, 1, 55. Ср. Plaut. Merc. 3, 4, 44. Truc. 5 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • безцѣльныи — (1*) пр. Неисцелимый: но и то само тѣло послѣ же ˫азвено ˫азвою бесцѣлною (πληγὴν ἀνίατον) ΓБ XIV, 183г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • болѣзновати — БОЛѢЗН|ОВАТИ (21), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.То же, что болѣти в 1 знач.: болѣзнова близь см҃рти но б҃ъ его помилова. (ἠσϑένησε) ПНЧ XIV, 100а; Лазарь же съ гладомь и болѣзнью и пустотою всѩ лѣта брасѩ. не •л҃• и •и҃• лѣ(т) болѣзну˫а. но всю его жизнь.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • επεντρίβω — ἐπεντρίβω (AM) μσν. (για χτύπημα) καταφέρω («πληγὴν ἐπεντρίψαντα τῷ Θερσίτη», Ευστ.) αρχ. 1. επιχρίω 2. κακοποιώ, καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»