Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοξεύμασιν

См. также в других словарях:

  • τοξεύμασιν — τόξευμα arrow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυβολία — η (ΑΜ εὐθυβολία) [ευθύβολος] ευθεία βολή, ευστοχία («ἀντέβαλλον ἀκοντίοις και τοξεύμασιν ὧν ὁ σάλος τὴν εὐθυβολίαν διέστρεφεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • περιχώνω — περιχώννυμι, ΝΜΑ περικαλύπτω με χώμα, συσσωρεύω χώμα ολόγυρα σε κάτι αρχ. 1. φράζω, αποκλείω με επιχωμάτωση 2. παθ. περιχώννυμαι καλύπτομαι τελείως («περιχωσθῆναι τοῑς τοξεύμασιν» Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»