Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἥλους

См. также в других словарях:

  • ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CINDALOPAECTAE — Graece Κινδαλοπαῖκται, vel Κυνδαλοπαῖςται, ut habet Hesychius; dicebantur, qui ludebant ludum Κυνδαλασμὸν seu Κινδαλισμὸν, graecis veterib, dictum, quem Pollux describit, l. 9. c. 7. Κυνδάλη enim vel Κινδάλη Dorice palus dicebatur. Ludus igitur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLUMATUM Babylonicum — apud Publ. Syrum, ubi de pavone ait, Plumato amictus aureo Babylonico, quibusdam idem est cum purpureo. Quia in Periplo Arrianus purpurae meminit, ex Apologo Babylonis urbe, ad Euphratis ostium. Et τὸν Βαβυλώνιον κόκκον laudat Philostratus, Ep.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφηλώ — ἀφηλῶ ( όω) (AM) βγάζω τους ήλους, ξεκαρφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηλώ ( όω) < ήλος «το καρφί»] …   Dictionary of Greek

  • προσήλωση — η / προσήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [προσηλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσηλώνω, στερέωση με ήλους, με καρφιά, κάρφωμα νεοελλ. μσν. το να στρέφει κανείς το βλέμμα, την προσοχή, τη σκέψη, τα ενδιαφέροντά του σταθερά σε κάτι, αφοσίωση (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

  • στροφιγγωτός — ή, ό, Ν (για ήλους, βίδες) αυτός που έχει στο επάνω άκρο του δακτύλιο και στο κάτω κοχλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφιγγα + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • τζαβετ(τ)άρω — Ν συνδέω σιδερένια ελάσματα με γυρωτικούς ήλους, με τζαβέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαβέτ(τ)α + κατάλ. άρω (πρβλ. παρκ άρω, σοφ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • τομείον — τὸ, Α [τομεύς] λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῡσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • τρίσηλος — και τρίσυλος, ον, Α αυτός που έχει τρεις ήλους, που είναι καρφωμένος με τρία καρφιά («τρισήλῳ ξύλῳ», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ἧλος «καρφί»] …   Dictionary of Greek

  • τρυφάλη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»