-
1 διπλοῦς
διπλοῦς, ῆ, οῦν contracted form of διπλόος (Hom.+; loanw. in rabb.) double, two-fold τιμή (POslo 43, 8 [140/41 A.D.] ἐκτείσω σοι τὴν τιμὴν διπλῆν) 1 Ti 5:17 (s. τιμή 3 and PGM 4, 2454, where the emperor διπλᾶ ὀψώνια ἐκέλευσεν δίδοσθαι to the prophet for his services.—Diod S 5, 45, 5 τ. ἱερεῦσι μόνοις δίδοται διπλάσιον; 13, 93, 2 διπλοῦς ποιήσειν τοὺς μισθούς). τὰ κτίσματα τοῦ θεοῦ δ. ἐστί are of two kinds Hm 8:1; δ. εἰσιν αἱ ἐνέργειαι 6, 1, 1; cp. ἡ ἐγκράτεια δ. ἐστιν 8:1. διπλοῦν τὸν καρπὸν ἀποδιδόναι yield fruit twofold Hs 2:8; δῶρα … διπλᾶ GJs 1:1; τὰ διπλᾶ double, διπλοῦν τὰ δ. pay back double Rv 18:6a (cp. PYadin 5a II, a). Neuter διπλοῦν double (SIG 962, 70; PSI 1120, 4) κεράσαι Rv 18:6b.—Comp., strikingly derived fr. the poetic form διπλός, displays pattern of late Koine: διπλότερος (Appian, Prooem. 10 §40 διπλότερα τούτων; B-D-F §61, 2; W-S. §11, 5; Mlt-H. 166). Neut. as adv. twice as much υἱὸς γεέννης δ. ὑμῶν twice as bad as you Mt 23:15 (B-D-F §102, 4; Rob. 299; Just., D. 122, 2 says on Mt 23:15 [cp. διπλότερον υἱοὶ γεέννης Just., D. 122, 1]: διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῦσιν).—DELG s.v. διπλόο. M-M. -
2 διπλούς
διπλόοςtwofold: masc acc pl (attic)διπλόοςtwofold: masc nom sg (attic)διπλόωrepeat: pres ind act 2nd sg (doric) -
3 διπλοῦς
διπλόοςtwofold: masc acc pl (attic)διπλόοςtwofold: masc nom sg (attic)διπλόωrepeat: pres ind act 2nd sg (doric) -
4 διπλοῦς
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διπλοῦς
-
5 διπλούς
διπλόςmasc acc pl -
6 διπλοῦς,-ῆ,-οῦν
+ A 18-1-3-2-3=27 Gn 23,9.17.19; 25,9; 43,15double, twofold Gn 23,9*Gn 23,9 τὸ διπλοῦν the double (etym. transl.)-מכפלה/ה כפל for MT המכפלה Machpelah; *Ex 25,4διπλοῦν second, double-נִישֵׁ for MT נִישָׁ scarlet, see also Ex 35,6 Cf. LARCHER 1984, 251-347; LE BOULLUEC 1989 251.347 -
7 πολλαπλόος
A manifold, many times as long,βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti. 75b
; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po. 1457a35;π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8
.II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R. 397e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλόος
-
8 ἁπλόος
ἁπλόος, ἁπλοῦςGrammatical information: adj.Other forms: hapax ἁπλός An. Ox. 2, 231Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Opposite διπλόος, διπλοῦς `twofold, double' (Il.); late διπλός (Opp.). Connection of ἁπλός with Lat. simplus, Lat. du-plus, Germ. e.g. Goth. twei-fl (acc.) `doubt, Zweifel' is improbable as Gr. - πλος is late and rare. One supposes a root * pel- `fold' for the *- plo-forms, but ἁπλόος is still unexplained. (Kretschmer Glotta 12, 218 thought of sec. influence of - πλόϜος `sailing', to πλέω. Cf. διπλάσιος.Page in Frisk: 1,121-122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁπλόος
-
9 ἁπλοῦς
ἁπλόος, ἁπλοῦςGrammatical information: adj.Other forms: hapax ἁπλός An. Ox. 2, 231Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Opposite διπλόος, διπλοῦς `twofold, double' (Il.); late διπλός (Opp.). Connection of ἁπλός with Lat. simplus, Lat. du-plus, Germ. e.g. Goth. twei-fl (acc.) `doubt, Zweifel' is improbable as Gr. - πλος is late and rare. One supposes a root * pel- `fold' for the *- plo-forms, but ἁπλόος is still unexplained. (Kretschmer Glotta 12, 218 thought of sec. influence of - πλόϜος `sailing', to πλέω. Cf. διπλάσιος.Page in Frisk: 1,121-122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁπλοῦς
-
10 διπλόος
Aδιπλέη Hdt.3.42
codd., but διπλήν or- ῆν Id.5.90
, διπλάς or- ᾶς Id.3.28
: [var] contr. always in Trag., exc.διπλόοι A.Fr.39
: (cf. ἁπλόος):—twofold, double, prop. of cloaks and articles of dress, χλαῖνα διπλῆ, = δίπλαξ or διπλοΐς, Il.10.134, Od.19.226; ὅθι.. διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν having folded it double, Apollod.Car.4: generally,καλύβη διπλῆ διαφράγματι Th.1.133
;διπλόος θάνατος Hdt.6.104
; παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) S.El. 1415;δ. οἰκίδιον
of two stories,Lys.
1.9; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, E.El. 492; διπλῆ <ῥάχις> X.Eq.1.11;σύμβολον δ.
executed in duplicate,PHib.
1.29 (iii B. C.).2 διπλῇ χερὶ θανεῖν by mutual slaughter, S.Ant.14.4 of fevers in which two paroxysms took place in a given time, δ. ἀμφημερινός, τριταῖος, Gal.7.472, 9.677.5 δ. ἰσότης, = διπλοϊσότης (q. v.), Dioph.p.98T., etc.6 δ. ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, Hsch.II as [comp] Comp., twice as much, large, etc., ; ; δ. ἢ .. twice as much as.. (v. διπλῇ): c. gen., Id.Ti. 35b; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον .. Lex ap.D.23.28; διπλῷ, = διπλῇ, Pl.Lg. 722b.IV double, doubtful,οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλόος
-
11 διπλόω
A repeat a process, Arist.APo. 91a21; double, τρίβωνα, of philosophers, D.L.6.22; multiply by two, Vett.Val.159.27:—[voice] Pass.,ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ X.HG6.5.19
; of swords, to be bent double, Plu. Cam.41; of a bow-string, Ach.Tat.3.8; of fevers (cf. διπλοῦς), Gal. 7.472; δεδιπλωμένον ἔμβρυον, of position of foetus at birth, Aspasia ap.Aët.16.22, cf. Sor.2.55.II repay twofold,δ. διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς Apoc.18.6
. -
12 διπλῆ
-
13 δίφυιος
A = διφυής, Antag.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίφυιος
-
14 μυριονταδικός
A of the number 10, 000: μ. διπλοῦς, τριπλοῦς, etc. (sc. ἀριθμός), a unit of the second (third, etc.) order of myriads (= 10, 0002, 10, 0003, etc.), Theo Sm.in Ptol.p.64 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριονταδικός
-
15 προκελευσματικός
A proceleusmatic, a foot consisting of four short syllables, Heph.3.3 (- κελευμ- cod. Ambr.); π. ἁπλοῦς ([pron. full] ?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX), διπλοῦς ([pron. full] ?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX), Aristid. Quint.1.15: - κόν (with or without μέτρον), τό, Heph.8.1, D.L.6.79;π. ῥυθμοί D.H.7.72
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκελευσματικός
-
16 ἀμφεκτέον
ἀμφεκτέον· περιβλητέον, Hsch. [full] ἀμφεκτήρ· χιτὼν διπλοῦς, Id. [full] ἀμφελαΐς· μᾶζα ἐλαίου πλήρης, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφεκτέον
-
17 ἀμφιεκτήρ
ἀμφιεκτ<ήρ>· χιτὼν διπλοῦς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιεκτήρ
-
18 ὀκλάζω
A- άσω Ph.
(v. infr. 2): [tense] aor. (lyr.), Plu. 2.320d:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor. opt.ὀκλάσσαιντο Euph.17
:—crouch down with bent hams, squat (in Hom. only μετοκλάζω), of a Persian dance,ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο X.An.6.1.10
(cf. ὄκλασμα) ;διπλοῦς ὀκλάζων S. Ichn.90
; ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, of a soldier waiting an attack, Luc.DMort.27.4, cf. Philops.18 ; sink down, of a weary traveller, S. l.c. ; of oxen, Mosch.2.99 ; of horses that crouch down to let their rider mount, Plu.2.139b (but of horses that stumble and throw their rider, Procop. Vand.2.21, al.) ; of the wolf crouching down to let the Twins suck, Plu.2.320d ; θρόνος.. ὀκλάζων folding-seat, D.Chr.1.78 : c. acc., ὀ. τὰ ὀπίσθια, τοὺς προσθίους, bend their hind- or fore-legs, X.Eq.11.3, Ael.NA7.4 :—[voice] Med., Euph. l.c.2 metaph., sink, slacken, abate, ;τόνος ὀκλάζων Gal.11.172
;ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμή Musae.325
; of the wind,τῆς φορᾶς Hld.5.23
, cf. Adam.Vent.37 ; ὤκλαζε αὐτοῖς ὁ θυμός ib.7 ;κραδίης ὤκλασεν ὄγκος AP5.250
(Iren.).II trans., abate,ὀκλάσας τὸν πόθον Hld.1.26
. -
19 διπλόος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διπλόος
-
20 διπλόω
διπλόω 1 aor. ἐδίπλωσα (since X., Hell. 6, 5, 19) to double τὰ διπλᾶ pay back double Rv 18:6 (Cp. the adj. διπλοῦς PYadin 5a ii, 9 and n. p. 40.)—DELG s.v. διπλόο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διπλούς — ή, ούν βλ. διπλός … Dictionary of Greek
διπλοῦς — διπλόος twofold masc acc pl (attic) διπλόος twofold masc nom sg (attic) διπλόω repeat pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλούς — διπλός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλούς πέλεκυς — Αντικείμενο θρησκευτικής σημασίας σε αρχαίους πολιτισμούς. Υπήρξε ένα από τα κυριότερα θρησκευτικά σύμβολα του μινωικού κόσμου. Βλ. λ. πελέκι … Dictionary of Greek
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… … Dictionary of Greek
αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… … Dictionary of Greek