-
1 διδούν
-
2 διδοῦν
-
3 δίδουν
δίδωμιAër.imperf ind act 1st sg (homeric ionic)δίδωμιAër.imperf ind act 3rd pl (epic)δίδωμιAër.imperf ind act 1st sg (epic) -
4 δίδωμι
δίδωμι, Il.23.620, etc. (late [full] δίδω POxy. 121 (iii A. D.)); late forms, [ per.] 1pl. διδόαμεν v. l. in J.BJ3.8.5, etc., [ per.] 3pl. δίδωσι ([etym.] παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270,Aδιδοῖ Od.17.350
, Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 ([etym.] ἀνα-), A.Supp. 1010, etc.,διδοῦσι Il.19.265
(always in Hom.), dub. in [dialect] Att., Antiph.156; imper.δίδου Thgn.1303
, Hdt.3.140, E.Or. 642,δίδοι Pi.O.1.85
, Epigr. in Class.Phil.4.78, [dialect] Ep.δίδωθι Od.3.380
; inf. διδόναι, alsoδιδοῦν Thgn.1329
, [dialect] Ep.διδοῦναι Il.24.425
, [dialect] Aeol.δίδων Theoc.29.9
; part. διδούς, [dialect] Aeol.δίδοις Alc.Supp.23.13
: [tense] impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq. 678, Od.19.367, 11.289 ([dialect] Ep.δίδου Il. 5.165
), etc.; [ per.] 3pl.ἐδίδοσαν Hdt.8.9
, etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op. 139, D.H.5.6 codd. ([etym.] ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer. 437, δίδον ib. 328; [dialect] Ep. iter.δόσκον Il.14.382
: [tense] fut.δώσω 14.268
, etc., [dialect] Ep.διδώσω Od.13.358
, 24.314; inf.δωσέμεναι Il.13.369
: [tense] aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., [dialect] Ep.δῶκα Il.4.43
: [tense] aor. 2 ἔδων, used in pl. ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν ([dialect] Lacon.ἔδον IG5(1).1
B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; [dialect] Ep. forms of [tense] aor., subj. [ per.] 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; [ per.] 3sg. δώη, [dialect] Boeot. (Delph.), IG7.3054 (Lebad.),δοῖ PPetr.2
.p.24; [ per.] 1pl.δώομεν Il.7.299
, Od.16.184, [ per.] 3pl.δώωσι Il.1.137
; [ per.] 3sg. opt. is written ,δοῖ IG14.1488
, etc.; inf.δόμεναι Il.1.116
,δόμεν 4.379
(also [dialect] Dor., Ar.Lys. 1163 ([etym.] ἀπο-), δόμειν SIG942
([place name] Dodona)); Cypr. inf.δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H.
(also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part.ἀπυ-δόας IG5(2).6.13
([place name] Tegea); inf. (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): [tense] pf.δέδωκα Pi.N.2.8
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδόανθι IG7.3171.35
(Orchom.): [tense] plpf.ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26
:—[voice] Med. only in compds.:— [voice] Pass., [tense] fut. , Is.3.39, etc.: [tense] aor.ἐδόθην Od.2.78
, etc.: [tense] pf.δέδομαι Il.5.428
, A.Supp. 1041, Th.1.26, etc.; [ per.] 3pl. : [tense] plpf.ἐδέδοτο Th.3.109
:—give freely,τινί τι Od.24.274
, etc.: in [tense] pres. and [tense] impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr. 100, X.An.6.3.9, etc.; things offered,D.
18.119.2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in [voice] Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for.., S.OT 1081, OC 642, E.Andr. 750: abs., of the laws, grant permission,δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2
, cf. Pl.Lg. 813c.4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν.. ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183;δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149
: later freq. of giving to eat or drink,ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172
, cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.;ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr. 203
;δίδου μασᾶσθαι Eup. 253
;δὸς καταφαγεῖν Hegem.1
;τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41
;δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7
; with inf. omitted,φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10
;εὐζωρότερον δός Diph.58
; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2.5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath, , cf. D.39.3, Arist. Rh. 1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj. 1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged.., S.OC 855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20;δ. λόγον σφίσι
deliberate,Hdt.
1.97;οὐκ, εἰ διδοίης.. σαυτῷ λόγον S.OT 583
; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE 165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to.., S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence, = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc.πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips. 13 iii 3
; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10.II c. acc. pers., hand over, deliver up,ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167
;μιν.. ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397
;Ἕκτορα κυσίν 23.21
;πυρί τινα Od.24.65
;πληγαῖς τινά Pl.R. 574c
;ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60
.2 of parents, give their daughter to wife,θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192
, Od.4.7; also of Telemachus,ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223
; τὴν.. Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added,δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268
: in Prose and Trag.,θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107
, cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs.,ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92
.β, cf. E.Med. 288; alsoδ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117
.3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc. 296 (s. v. l.).4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up,δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108
, cf. S.Ph.84, Th.2.68;τινὶ εἰς χεῖρας S.El. 1348
;δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97
;εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8
;εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4
; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf., .5 appoint, establish, of a priest, LXXEx.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—[voice] Pass., οἱ δεδομένοι, = Nethinim, ministers of the Temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα .. orders were given them that.., Apoc.9.5.III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that.., esp. in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go.., Il.3.322;τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2
; δός με τείσασθαι give me to.., A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers.,τούτῳ.. εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th. 422
;θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς.. παθεῖν S.Ph. 316
, cf. OC 1101, 1287, Pl.Lg. 737b.2 grant, concede in argument,δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd. 100b
, cf. Arist.Metaph. 990a12, al.: c. inf., Id.Ph. 239b29;δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3
;ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph. 186a9
; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men. 87a, Euc.1.9, etc.;δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6
, al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69.IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207.V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp.ἡδονῇ E.Ph.21
, Plu.Publ.13;ἡδοναῖς Philostr. VS1.12
;ἐλπίδι J.AJ17.12.2
;εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8
; at full speed,Alciphr.
3.47.
См. также в других словарях:
διδοῦν — δίδωμι Aër. pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδουν — δίδωμι Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) δίδωμι Aër. imperf ind act 3rd pl (epic) δίδωμι Aër. imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
ψυχικό — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Δήμος (υψόμ. 190 μ.). Βρίσκεται στην επαρχία Αττικής, του νομού Ανατ. Αττικής. Το Ψ. είναι προάστιο της πρωτεύουσας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ.) του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.). 3.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek