Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παροῦσι

См. также в других словарях:

  • παροῦσι — πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρόω pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) παρόω pres ind act 3rd pl (attic ionic) πείρω pierce aor subj pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροῦσ' — παροῦσα , πάρειμι 1 sum pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) παροῦσι , πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παροῦσαι , πάρειμι 1 sum pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) παροῦσα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαροῦσι — λῑπαροῦσι , λιπαρέω persist pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) λῑπαροῦσι , λιπαρέω persist pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλιπαροῦσι — προσλιπαρέω keep close to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προσλιπαρέω keep close to pres ind act 3rd pl (attic epic doric) προσλῑπαροῦσι , προσλιπαρέω keep close to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • насто˫ащии — (78) прич. действ. наст. В роли пр. 1.Наступающий: и ѹдѣно [вм. ѹвѣдѣно?] бы(с) ѥмѹ ѿ д҃ха ст҃го. ѿ тмы ѥдинѹ ѥдва ѡбрѣсти д҃шю. въ насто˫ащеѥ лѣто. рѹками англ(с)кыми идѹщю. (ἐνεσταῖσι) ПНЧ 1296, 172 об.; донележе д҃нь тъ. и насто˫аща˫а нощь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LECTUS Nuptialis — Graece Γαμήλιος, aliter Genialis, a generandis liberis appellatus est, annotante Serv. ad Aen. l. 6. v. 603. lucent genialibus altis Aurea fulcra toris. quem togâ in honorem Genii accuratissime sterni fuisse solitum, et Genios maritorum advocari …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • επιταλαιπωρώ — ἐπιταλαιπωρῶ, έω (Α) 1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.) 2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.) 3. εργάζομαι επί πλέον,… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοποιώ — (ΑΜ ἰδιοποιῶ, έω) [ιδιοποιός] μέσ. ιδιοποιούμαι, έομαι κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι μσν. αρχ. αξιώνω, απαιτώ κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῑς παροῡσι», Γαλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραπλόμενος — ένη, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «παραπλομένοισι παροῡσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλόμενος, επικ. συγκεκομμένος τ. μτχ. ενεστ. τού πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»