Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δεκάτῃ

См. также в других словарях:

  • δεκάτη — η φόρος που αντιστοιχεί στο ένα δέκατο των εισοδημάτων: Στο παρελθόν, το κράτος εισέπραττε τη δεκάτη του λαδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκάτη — δέκατος tenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτῃ — δέκατος tenth fem dat sg (attic epic ionic) δεκάτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… …   Dictionary of Greek

  • δεκάτηι — δεκάτῃ , δέκατος tenth fem dat sg (attic epic ionic) δεκάτῃ , δεκάτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДЕКАТА —    • Δεκάτη,        1. установленная близ Византии Алкибиадом и другими афинскими полководцами в 411 г. до Р. X. корабельная пошлина для всех не афинских судов, которые шли из Понта (Хеn. Hell. 1, 1, 22), и, вероятно, и для тех, которые входили в …   Реальный словарь классических древностей

  • δεκατῶν — δεκάτη fem gen pl δεκατόω take tithe of pres part act masc voc sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of pres part act masc nom sg δεκατόω take tithe of pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Calendrier Attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes sous l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»