-
1 σωτήριος
σωτήριος, ον (σωτήρ; Trag., Thu.+; ins, pap, LXX; TestJob 51:4; Test12Patr, Philo, Joseph.; Just., D. 13, 1; 24, 1; 74, 3) pert. to salvation, saving, delivering, preserving, bringing salvation.ⓐ as adj. ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ θεοῦ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις the grace of God has appeared, bringing salvation to all human beings (ς. τινι as Thu. 7, 64, 2 τοῖς ξύμπασι σωτήριος) Tit 2:11.ⓑ subst., neut. τὸ σωτήριον means of deliverance, then also the deliverance itself (Aeschyl. et al.; Plut., Lucian; Herm. Wr. 10, 15 τοῦτο μόνον σωτήριον ἀνθρώπῳ ἐστίν, ἡ γνῶσις τοῦ θεοῦ; LXX; Jos., Bell. 3, 171; 6, 310 [τὰ σωτήρια of God]; Just., D. 74, 3b.—ταπεινοφρονσύνης ς[ω]τ̣ή[ρ]ιον Did., Gen. 70, 26), in our lit. of Messianic salvation and the one who mediates it. Dg 12:9. W. gen. τὸ σωτήριον τοῦ θεοῦ (TestSim 7:1; cp. TestDan 5:10) Lk 3:6 (Is 40:5); Ac 28:28; 1 Cl 35:12 (Ps 49:23); cp. 18:12 (Ps 50:14); περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου Eph 6:17 (Is 59:17). θήσομαι ἐν σωτηρίῳ 1 Cl 15:6 (v.l. σωτηρίᾳ=Ps 11:6).—Also of the σωτήρ himself εὕρομεν τὸ σωτήριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρ. 36:1. εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου Lk 2:30.—ELohse, Passafest, ’53, 50–56 (‘peace-offering’ in some LXX passages).—DELG s.v. σῶς. M-M. TW. Spicq. -
2 σωτήριος
σωτήριοςsaving: masc /fem nom sg -
3 σωτήριος
σωτήρ-ιος, ον,A saving, delivering,αὐγαὶ ἡλίου A.Supp. 213
, cf. Th.3.53, Pl.Plt. 311a, etc.; (iii A.D.); of symptoms, betokening recovery, Hp.Aph.7.37; ; ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου hope of seed to preserve or perpetuate the race, A.Ch. 236; δέχεσθαι τὸν ἱκέτην σωτήριον who brings safety to our state, S.OC 487 codd.b c. dat., bringing safety or deliverance to.., ὕδωρ ἰχθύσι ς. Heraclit.61; ἄριστα καὶ πόλεις. A.Th. 183, cf. Ch. 505, E.Heracl. 402, Ph. 918;νηυσίν τε καὶ ναύτῃσιν IG12(8)
p.x (Thasos, vi/V B.C.): also c. gen., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς ς. Pl.Ep. 354b, cf. Arist.Pol. 1314a13: [comp] Comp. and [comp] Sup.,τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς X.Mem.3.3.10
;ἵππος -ώτατος τῷ ἀναβάτῃ Id.Eq.3.12
.2 of persons, much like σωτήρ, E. Or. 657, Ba. 965, etc.; θεοί, Ζεὺς ς., S.El. 281, Fr. 425: c. dat., Th.7.64; [Ἑλένη] ναυτίλοις ς. E.Or. 1637: c. gen. pers.,τάχ' ἂν γενοίμεθ' αὐτοῦ.. σωτήριοι S.Aj. 779
.II as Subst., σωτήρια, τά, deliverance, safety,τἀκείνου σωτήρια Id.El. 925
(soσ. πράγματα A.Ag. 646
); ἡ ἐλπὶς τῶν ς. Arist.Rh. 1383a17: also in sg., ἔρυμα τῆς χώρας καὶ πόλεως ς. A.Eu. 701;ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Luc.JTr.18
, cf. DMeretr.9.3.2 σωτήρια (sc. ἱερά) τά, a thank-offering for deliverance,σ. θύειν θεοῖς X.An.3.2.9
, 5.1.1, cf. Marm.Par.7, etc.;σ. ἄγειν Luc.Herm. 86
; σ. τοῦ βασιλέως πανηγυρίζειν for his escape, Hdn.1.10.7; of a festival at Delphi, commemorating the retreat of the Gauls, SIG402.5 (iii B.C.), etc.III Σωτήριος (sc. μήν), ὁ, also written Σωτήρειος, name of a month, PLond.2.141 (i A.D.), PFlor. 55 (i A.D.), etc.IV Adv.- ίως Antip.Stoic.3.256
, Ph.2.12, al., Plu.Luc.5, S.E.M.9.113, etc.; σ. ἔχειν to be capable of recovery, Plu. 2.918d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωτήριος
-
4 σωτήριος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-5=5 3 Mc 6,31; 7,18; 4 Mc 12,6; 15,26; Wis 1,14bringing safety, of deliveranceCf. DANIEL, S. 1966, 275-277; SPICQ 1982, 642-643; →NIDNTT; TWNT -
5 σωτηριώτερον
σωτήριοςsaving: masc acc comp sgσωτήριοςsaving: neut nom /voc /acc comp sgσωτήριοςsaving: adverbial -
6 σωτηρίως
σωτήριοςsaving: adverbialσωτήριοςsaving: masc /fem acc pl (doric) -
7 σωτήριον
σωτήριοςsaving: masc /fem acc sgσωτήριοςsaving: neut nom /voc /acc sg -
8 σωτηριώτατος
σωτήριοςsaving: masc nom superl sg -
9 σωτηριώτερος
σωτήριοςsaving: masc nom comp sg -
10 σωτηρίοις
σωτήριοςsaving: masc /fem /neut dat pl -
11 σωτηρίου
σωτήριοςsaving: masc /fem /neut gen sg -
12 σωτηρίους
σωτήριοςsaving: masc /fem acc pl -
13 σωτηρίων
σωτήριοςsaving: masc /fem /neut gen pl -
14 σωτήρια
σωτήριοςsaving: neut nom /voc /acc pl -
15 σωτήριοι
σωτήριοςsaving: masc /fem nom /voc pl -
16 σωτήρι'
σωτήρια, σωτήριοςsaving: neut nom /voc /acc plσωτήριε, σωτήριοςsaving: masc /fem voc sg -
17 σωτηρίω
-
18 σωτηρίῳ
-
19 σωτηρίωι
σωτηρίῳ, σωτήριοςsaving: masc /fem /neut dat sg -
20 τύχη
τύχη [pron. full] [ῠ], ἡ, [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (Aτεύχω, τυγχάνω A. 1.2
):—the act of a god,τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67
; ;τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53
; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;θείῃ τύχῃ Hdt.1.126
, 3.139, 4.8, 5.92.γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a
;θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e
;ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326
;δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e
;πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196
; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c
: (lyr.);ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351
(troch.);δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728
(lyr.);τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37
.b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48
;τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485
; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a
: also pl.,ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511
.II regarded as an agent or cause beyond human control:1 fortune, providence, fate,πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16
;ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426
;ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15
;μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a
; ;ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93
: personified,Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2
;Τ. Σωτήρ A. Ag. 664
, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62
, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506
, cf. 505;Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139
.2 chance, regarded as an impersonal cause,τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b
; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined asαἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281
; ;τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281
, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287
;τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5
; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977
; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1
, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2
, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d
; , R. 499b, etc.;διὰ τύχην Isoc.4.132
, 9.45;δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29
;κατὰ τύχην Th.3.49
, X.HG3.4.13;τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785
, cf. D.4.45.III regarded as a result:1 good fortune, success,δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5
;μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130
;τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10
.δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33
;σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48
, cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;τύχᾳ Pi.N.10.25
, E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077
: c. gen. rei,Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115
.2 ill fortune,τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317
; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16
; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653
;τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380
, cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.); : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61
;πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34
; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236
;ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377
;φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024
: c. gen. rei,κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24
. 22.4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d
; freq. in prayers and good wishes,εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]
; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1
, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c
;ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18
;τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120
, Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675
, cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40
; alsoἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869
, cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; alsoτύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4
;ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119
: with κακός or equivalent words,τ. παλίγκοτος A.Ag. 571
;ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328
;ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323
;τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438
; ;ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471
, cf. Th.5.102;ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e
;ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16
.5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2
;θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72
;ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980
;κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31
;ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32
;πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11
;τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1
;τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255
.IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157
;ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26
;νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29
: personified,θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34
(Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, (Halic., iii B.C.);διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8
(i B. C.);νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14
;ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19
(ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. theἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21
(iii A. D.).2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).3 position, station in life,ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258
;πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184
, 198,204 ([place name] Panamara);οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48
; ;οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5
(iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1
,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.V Astrol. uses:VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σωτήριος — saving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαλέριος, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι και πήρε μέρος και στις τρεις πολιορκίες του. Στη διάρκεια της τελευταίας έχασε τον πατέρα του και δύο αδελφούς του … Dictionary of Greek
Δημητρίου, Σωτήριος — (Θεσπρωτία 1955 –). Λογοτέχνης. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάζεται. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1985 με την έκδοση και κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής… … Dictionary of Greek
Κροκιδάς, Σωτήριος — (Σικυώνα 1852 – Περιγιάλι Κορινθίας 1924). Νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στο εμπορικό δίκαιο. Το 1880 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε υφηγητής του εμπορικού… … Dictionary of Greek
Λιάτσης, Σωτήριος — (Καστανίτσα Κυνουρίας 1876 – 1938). Δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε αρχικά στην πειραιώτικη εφημερίδα Πρόνοια και από το 1885 στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Τηλέγραφος και Ομόνοια της Αιγύπτου. Το 1891 διορίστηκε διευθυντής της Μεταρρύθμισης και … Dictionary of Greek
Ρακέτι, Σωτήριος-Μαρία Γκουέρα — (Rachetti, 1831). Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας που είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Ο Ρ. ήταν καρμπονάρος, γι’ αυτό και διώχτηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Νεάπολης. Στα Επτάνησα ζούσε αρχικά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα νομικών στη Ζάκυνθο,… … Dictionary of Greek
Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) … Dictionary of Greek
Σωτηρόπουλος, Σωτήριος — Πολιτικός (Ναύπλιο 1831 Αθήνα 1898). Σπούδασε νομικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε πληρεξούσιος Τριφυλίας στην Εθνοσυνέλευση του 1863. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις οικονομικές του μελέτες και για το προσόν του αυτό, το 1864. στην… … Dictionary of Greek
σωτηριώτερον — σωτήριος saving masc acc comp sg σωτήριος saving neut nom/voc/acc comp sg σωτήριος saving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)