Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κάθετος

См. также в других словарях:

  • κάθετος — let down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 …   Dictionary of Greek

  • κάθετος — η, ο επίρρ. α 1. ο αφημένος προς τα κάτω, αυτός που κρέμεται από κάποιο σημείο και διευθύνεται κατακόρυφα προς το έδαφος: Η φράση των αρχαίων «κάθετος μόλυβδος» σήμαινε μια μολύβδινη βολίδα που δενόταν στο άκρο σκοινιού και πεταγόταν στη θάλασσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος …   Dictionary of Greek

  • κάθετος ή κάθετη — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ …   Dictionary of Greek

  • κάθετος ρυθμός — Η τρίτη φάση της εξέλιξης της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία, που αντικατέστησε τον φλογωτό ή φλογοειδή ρυθμό κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση παράλληλων ξύλινων ράβδων επάνω στα παράθυρα… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση:  όπου  η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται …   Dictionary of Greek

  • καθέτω — κάθετος let down masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάθετος let down masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καθέτης portcullis masc gen sg (attic epic ionic) καθίημι let fall aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέτως — κάθετος let down adverbial κάθετος let down masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθετον — κάθετος let down masc/fem acc sg κάθετος let down neut nom/voc/acc sg καθίημι let fall aor imperat act 2nd dual καθίημι let fall aor ind act 2nd dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέτοις — κάθετος let down masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»