-
1 οργάνα
ὀργάνᾱ, ὄργανοςworking: fem nom /voc /acc dualὀργάνᾱ, ὄργανοςworking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ὀργάνα
ὀργάνᾱ, ὄργανοςworking: fem nom /voc /acc dualὀργάνᾱ, ὄργανοςworking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 όργανα
ὄργανονinstrument: neut nom /voc /acc plὄργανοςworking: neut nom /voc /acc plὄργᾱνα, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) -
4 ὄργανα
ὄργανονinstrument: neut nom /voc /acc plὄργανοςworking: neut nom /voc /acc plὄργᾱνα, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) -
5 ὄργανον
A instrument, implement, tool, for making or doing a thing, S.Tr. 905, cf. ἀθηρόβρωτος;λογχοποιῶν ὄργανα E. Ba. 1208
, cf. Ion 1030 ; , cf. Lg. 956a ; ὄ. without any Adj., engine of war, Ctes.Fr.81 ;τὰ ναυτικὰ ὄ.
tackle,Pl.
Plt. 298d ;ὄ. ὅσα περὶ γεωργίαν Id.R. 370d
;ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄ. Id.Cra. 388b
; ὄργανα χρόνων or χρόνου, of the stars, Id.Ti. 41e, 42d ;ὄ. κυβευτικά Aeschin.1.59
; of a person,ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄ. S.Aj. 380
(lyr.).2 organ of sense or apprehension,τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄ. Pl.R. 508b
; τὸ ὄ. ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος ib. 518c, cf. Tht. 185c, al.;δι' ἀμυδρῶν ὀ. θεᾶσθαί τι Id.Phdr. 250b
, cf. Ti. 45b, Epicur.Nat.11.6,7.b of the body and its different parts, Arist.PA 642a11, 645b14, GA 716a24, Phld.Mus.pp.71,96 K., Gal.10.47 ; the hand is called ὄργανον ὀργάνων or ὄ. πρὸ ὀργάνων, Arist.de An. 432a2, PA 687a21 ; τὰ πορευτικὰ ὄ. the organs of locomotion, Id.GA 732b28; ὄ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς the digestive organs, ib. 788b24 ; τὸ ὄ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν the respiratory organ, Id.PA 664a29 ;τὰ ὄ. τὰ χρήσιμα πρὸς τὴν ὀχείαν Id.HA 500a15
; of plants, Id.de An. 412b1, PA 656a2.3 musical instrument, Simon.31, f.l. in A.Fr.57.1 ; ὁ μὲν δι' ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, of Marsyas, Pl.Smp. 215c ; ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ibid., cf. Plt. 268b ;ὄ. πολύχορδα Id.R. 399c
, al.;μετ' ᾠδῆς καί τινων ὀργάνων Phld.Mus.p.98K.
; of the pipe, Melanipp.2, Telest.1.2.II concrete, work or product,μελίσσης κηρόπλαστον ὄ. S.Fr.398.5
; λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀ., of the walls of Thebes, E.Ph. 115 (lyr.).III of logic as an instrument of philosophy,ἡ λογικὴ πραγματεία ὀργάνου χώραν ἔχει ἐν φιλοσοφίᾳ Alex.Aphr.in Top.74.29
, cf. Phlp.in APr.6.23 ; πᾶσα τεχνικὴ διδασκαλία ὑπὸ τὸ λογικὸν ὄ. ἀνάγεται Sch.D.T.p.161 H.; but τὸ ὄ. as title of Aristotle's collected logical writings lacks authority.V ὄ. χλούνιον, = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄργανον
-
6 οργάνας
ὀργάνᾱς, ὄργανοςworking: fem acc plὀργάνᾱς, ὄργανοςworking: fem gen sg (doric aeolic)ὀργά̱νᾱς, ὀργαίνωmake angry: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic) -
7 ὀργάνας
ὀργάνᾱς, ὄργανοςworking: fem acc plὀργάνᾱς, ὄργανοςworking: fem gen sg (doric aeolic)ὀργά̱νᾱς, ὀργαίνωmake angry: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic) -
8 τώργαν'
ἔργανα, ἔργαναneut nom /voc /acc plἔργαναι, ἐργάνηworker: fem nom /voc plὄργανα, ὄργανονinstrument: neut nom /voc /acc plὄργανα, ὄργανοςworking: neut nom /voc /acc plὄργανε, ὄργανοςworking: masc voc sgὄργαναι, ὄργανοςworking: fem nom /voc plὤργᾱνα, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)ὤργᾱνε, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ὄργᾱναι, ὀργαίνωmake angry: aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic) -
9 τὤργαν'
ἔργανα, ἔργαναneut nom /voc /acc plἔργαναι, ἐργάνηworker: fem nom /voc plὄργανα, ὄργανονinstrument: neut nom /voc /acc plὄργανα, ὄργανοςworking: neut nom /voc /acc plὄργανε, ὄργανοςworking: masc voc sgὄργαναι, ὄργανοςworking: fem nom /voc plὤργᾱνα, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)ὤργᾱνε, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ὄργᾱναι, ὀργαίνωmake angry: aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic) -
10 όργαν'
ὄργανα, ὄργανονinstrument: neut nom /voc /acc plὄργανα, ὄργανοςworking: neut nom /voc /acc plὄργανε, ὄργανοςworking: masc voc sgὄργαναι, ὄργανοςworking: fem nom /voc plὄργᾱναι, ὀργαίνωmake angry: aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)ὄργᾱνα, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)ὄργᾱνε, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) -
11 ὄργαν'
ὄργανα, ὄργανονinstrument: neut nom /voc /acc plὄργανα, ὄργανοςworking: neut nom /voc /acc plὄργανε, ὄργανοςworking: masc voc sgὄργαναι, ὄργανοςworking: fem nom /voc plὄργᾱναι, ὀργαίνωmake angry: aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)ὄργᾱνα, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)ὄργᾱνε, ὀργαίνωmake angry: aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) -
12 οργάναν
-
13 ὀργάναν
-
14 περιλύω
V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 10,7to dismember; περιλύσαντες τὰ ὄργανα they dismembered the body; neol. -
15 βασανιστήριος
βᾰσᾰν-ιστήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασανιστήριος
-
16 διαλεκτικός
2 δ. ὄργανα organs of articulate speech, opp. φωνητικά, Gal.16.204.II skilled in dialectic, ;ἦ καὶ δ. καλεῖς τὸν λόγον ἑκάστου λαμβάνοντα τῆς οὐσίας; Id.R. 534b
; dialectical, Arist. Metaph. 995b23;δ. συλλογισμός Id.Top. 100a22
; πρὸς τοὺς δ., title of work by Metrodorus, D.L.10.24, cf. Phld.Rh.1.279 S., al.III ἡ διαλεκτική (sc. τέχνη) dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea, Arist.Fr.65; philosophical method,ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ δ. ἐπάνω κεῖται Pl.R. 534e
: ; περὶ -κῆς, title of work by Cleanthes, D.L.7.174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλεκτικός
-
17 διψαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διψαλέος
-
18 εὐήρης
A well-fitted, Hom. (only in Od.) always of the oar, well-poised, easy to handle,λαβὼν εὐ. ἐρετμόν 11.121
; οὐδ' εὐήρε' ἐρετμά ib. 125, al.; νεὼς εὐ. πίτυλος the plash of the well-poised oars, E.IT 1050;σκάφη Plu. Ant.65
; well-knit,γυῖα Nic.Th.81
: generally, ὄργανα εὐ. πρὸς τὴν χρείαν well-fitted for.., Hp.Medic.2; εὐ. τεύχη Orac. ap. Paus.4.12.4; εὐήρεας ἵππους, = εὐαγώγους, Hsch.: fem. εὐήρις, pr. n. in Paus.1.27.4 (s.v.l.). -
19 εὐθύτονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθύτονος
-
20 εὔηχος
εὔηχ-ος, ον,
См. также в других словарях:
ὀργάνα — ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc/acc dual ὀργάνᾱ , ὄργανος working fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα … Dictionary of Greek
ὄργανα — ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργᾱνα , ὀργαίνω make angry aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… … Dictionary of Greek
ὀργάνας — ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem acc pl ὀργάνᾱς , ὄργανος working fem gen sg (doric aeolic) ὀργά̱νᾱς , ὀργαίνω make angry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄργαν' — ὄργανα , ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανα , ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργανε , ὄργανος working masc voc sg ὄργαναι , ὄργανος working fem nom/voc pl ὄργᾱναι , ὀργαίνω make angry aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους … Dictionary of Greek
εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… … Dictionary of Greek