-
1 Μέγα
Μέγᾱ, Μέγηςmasc nom /voc /acc dualΜέγηςmasc voc sgΜέγᾱ, Μέγηςmasc gen sg (doric aeolic)Μέγηςmasc nom sg (epic) -
2 μέγα
μέγας, μεγάλη, μέγα, comp. μείζων, sup. μέγιστος: great, large, of persons, tall (κᾶλός τε μέγας τε, κᾶλή τε μεγάλη τε, Φ 1, Od. 15.418); of things with reference to any kind of dimension, and also to power, loudness, etc., ἄνεμος, ἰαχή, ὀρυμαγδός; in unfavorable sense, μέγα ἔργον (facinus), so μέγα ἔπος, μέγα φρονεῖν, εἰπεῖν, ‘be proud,’ ‘boast,’ Od. 3.261, Od. 22.288.—Adv., μεγάλως, also μέγα, μεγάλα, greatly, exceedingly, aloud, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέγα
-
3 μέγα
μέγαςbig: neut nom /voc /acc sg -
4 μέγας, μεγάλη, μέγα
+ A 122-200-145-193-257=916 Gn 1,16(bis).21; 10,12; 12,2great, big Gn 1,16; (full-,,)grown Gn 38,11; high Eccl 10,6; deep 2 Sm 18,17 (secundo); old, adult Jer 38(31),34; great, strong (of feelings) 2 Kgs 23,26; great, loud Gn 27,34; great, hard (intensity of plagues) Gn 12,17; grave (of sins) Gn 20,9; great, mighty Jdt 16,13; great, weighty, big, boastful Dn 7,11; great, important 1 Mc 4,25; steadfast, lasting 1 Mc 13,37; μέγα loud (as adv. with a verb) Ex 19,16; long (in time, id.) TobBA 9,4; broadly (id.) Prv 18,11μέγας ὑπὲρ ἐμέ older than me 1 Kgs 2,22; ὁ ποταμὸς ὁ μέγας the great river, the principal river, the Euphrates Dt 1,7; ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν the highest-ranking priest among his fellows Lv 21,10; ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου from small to great, small and great, from young to old 1 Sm 30,19see μέγιστος and μείζωνCf. HARLÉ 1988, 178;[*] ЧCKANE 1986 654-656(Jer 32(25),38); WEVERS 1995 396(Dt 25,13); →TWNT -
5 Μέγ'
Μέγα, Μέγηςmasc voc sgΜέγα, Μέγηςmasc nom sg (epic)Μέγαι, Μέγηςmasc nom /voc plΜέγᾱͅ, Μέγηςmasc dat sg (doric aeolic) -
6 Μέγας
Μέγᾱς, Μέγηςmasc acc plΜέγᾱς, Μέγηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
7 μεγάβυξος
A Bagabukhša, lit. 'set free by God', Hdt.3.153, al., SIG 282.2 (Priene, iv B.C.), X.An.5.3.6, Str.14.1.23, App.BC5.9, Hsch., etc.:—hence [suff] μεγα-βύξειοι λόγοι, boastings, Id. (Usu. - βυζ- in codd., as Str., App., and Hsch. ll.cc., but - βυξ- in SIG l.c., v.l. in Hdt.3.153, 160, al., - bux- Quint.5.12.21 codd., - byx- Plin.HN35.93 codd. opt.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγάβυξος
-
8 Μέγαν
Μέγᾱν, Μέγηςmasc acc sg (epic doric aeolic)Μέγηςmasc acc sg -
9 μεγάνορα
μεγά̱νορα, μεγάνωρmasc /fem acc sg -
10 μεγάνορος
μεγά̱νορος, μεγάνωρmasc /fem gen sg -
11 μεγάνωρ
μεγά̱νωρ, μεγάνωρmasc /fem nom sg -
12 μέγ'
μέγα, μέγαςbig: neut nom /voc /acc sg -
13 μεγαβρεμέτης
A = μεγαλοβρεμέτης, ποταμός Orph.A. 749.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαβρεμέτης
-
14 μεγαδάκτυλος
μεγα-δάκτῠλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαδάκτυλος
-
15 μεγάδωρος
μεγά-δωρος, ον,A = μεγαλόδωρος, ἄρουρα Opp.C.3.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγάδωρος
-
16 μεγαθαμβής
μεγα-θαμβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαθαμβής
-
17 μεγαθαρσής
μεγα-θαρσής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαθαρσής
-
18 μεγακήτης
A yawning, with mighty hollows,μεγακήτεα πόντον Od.3.158
; with mighty maw,δελφίς Il.21.22
; capacious,νηῦς 8.222
, 11.5, 600. (Also expld. as derived from κῆτος, μ. πόντος teeming with monsters, μ. νηῦς with a monster as figurehead.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγακήτης
-
19 μεγακλεής
μεγᾰ-κλεής, ές,II parox. Μεγακλέης as pr. n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγακλεής
-
20 μεγακυδής
μεγᾰ-κῡδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγακυδής
См. также в других словарях:
Μέγα — Μέγᾱ , Μέγης masc nom/voc/acc dual Μέγης masc voc sg Μέγᾱ , Μέγης masc gen sg (doric aeolic) Μέγης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
Μέγα Χωρίο — Sp Mèga Chorijas Ap Μέγα Χωρίο/Mega Chorio L P. Sporadų ss. (Tilo s.) ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μέγα — μέγας big neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν. — См. Не многое, но много … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέγα Γαρδίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 211 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού και σε απόσταση 14 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασάρωνος … Dictionary of Greek
Μέγα Δέρειο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 545 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα … Dictionary of Greek
Μέγα Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου … Dictionary of Greek
Μέγα Ελευθεροχώρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 759 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λάρισας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς … Dictionary of Greek
Μέγα Εύμοιρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 79 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρουπόλεως … Dictionary of Greek
Μέγα Ευύδριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 128 μ., 483 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, σε απόσταση 47 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα … Dictionary of Greek