Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔτε+γὰρ+ὧδ

См. также в других словарях:

  • Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …   Dictionary of Greek

  • NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • CENTAURI — Thelsaliae populi secus Pelion montem habitantes, qui primi equos domare, et er iis pugnare coeperunt: quô factum est, ut a vicinis populis primum conspecti, membra partim humana, partim equina habuisse crederentur. Vide Plin. l. 7. c. 56. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • слово(не) воробей, вылетит, назад не поймаешь — Слово сказав, не поймаешь; молвишь не воротишь. Плюнешь, не поймаешь (не перехватишь); слово выпустишь, не воротишь. Болтается, не воротится Ср. Отец... меня гонит со свету!.. У меня язык не поворачивается, сестра, недоставало до сих пор духу… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Слово(не) воробей, вылетит, назад не поймаешь — Слово (не) воробей, вылетитъ, назадъ не поймаешь. Слово сказавъ, не поймаешь; молвишь не воротишь. Плюнешь, не поймаешь (не перехватишь); слово выпустишь, не воротишь. Болтается, не воротится. Ср. Отецъ... меня гонитъ со свѣту!.. У меня языкъ не… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… …   Dictionary of Greek

  • τριηράρχημα — τὸ, Α [τριηραρχῶ] 1. η δαπάνη τής τριηραρχίας 2. το υπό τον τριήραρχο πλήρωμα ναυτών («οὔτε γὰρ τῷ τριηραρχήματι οὔτε τοῑς ἐπιβάταις καὶ τῇ ὑπηρεσίᾳ χρήσοιτο», Δημοσθ.) 3. (στην αρχ. Αίγυπτο) φόρος ο οποίος προοριζόταν για τη συντήρηση πλοίου …   Dictionary of Greek

  • Υβρέας — Αρχαίος ρήτορας και πολιτικός από τα Μύλασα της Καρίας. Άκμασε την εποχή του Στράβωνα. Αν και καταγόταν από φτωχούς γονείς, είχε αρκετά καλή μόρφωση. Ο Υ. ασχολήθηκε με την πολιτική της πατρίδας του και διακρίθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα.… …   Dictionary of Greek

  • JESUS — I. JESUS Hebraeum nomen, quod Latine Servator dicitur. Matth. c. 1. v. 21. Τέξεται δὲ υἱὸν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ΙΗΣΟΥΝ. αὐτὸς γὰρ ΣΩΣΕΙ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶ ἁμαρτιῶν, αὐτῶν. Luc. c. 2. v. 21. Act. c. 4. v. 12. Καὶ ουκ ἔςτιν εν ἀλλῳ… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»