Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄλοχον

См. также в других словарях:

  • ἄλοχον — ἄλοχος partner of one s bed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AEGISTUS — Thyestis fil. ex Pelopeiâ eiusdem filiâ, qveni infantulum mater, tegendi fceleris causâ perdendum feris exposuit in silvis; sed a pastore inventus, eius beneficiô nutritus est, et inde Α᾿ίγιςθος dictus, quod nutritus sit a capris. Vide Aelian.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AENEAS — I. AENEAS Anchisae et Veneris fil. princeps Troianus, post longos errores in Italiam pervenit ad Evandrum ac Tyrrhenos, apud quos regnavit Tarchon iunior ann. 20. Primus fuit Latinorum Rex, regnavitque post soceri Latuni mortem ann. 3. Turnum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εισόκε — εἰσόκε( ν) και δωρ. τ. εἰσόκα (Α) 1. μέχρις ότου, μέχρι τού σημείου που («εἰς ὅ κε σ ἤ ἄλοχον ποιήσεται ἤ ὅ γε δούλην») 2. εφ όσον, τόσο χρόνο όσο («εἰς ὅ κ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ») …   Dictionary of Greek

  • νοστώ — (I) νοστῶ, έω (Α) [νόστος] 1. (συν. στον Ομ.) επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου (α. «οἴκαδε νοστήσας», Ομ. Ιλ. β. «οὐκ ἄρ ἔμελλον ἐγώ γε νοστήσας οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην», Ομ. Ιλ.) 2. επανέρχομαι στα… …   Dictionary of Greek

  • πολεύω — Α 1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.) 2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων ο πλανήτης που κυριαρχεί …   Dictionary of Greek

  • πολυκέρδεια — και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ [πολυκερδής] η ιδιότητα τού πολυκερδούς αρχ. η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • συζευγνύω — συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω] 1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.) 2. συνδέω με… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»