Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρόσωϑεν

См. также в других словарях:

  • πρόσωθεν — from afar indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • πόρρωθεν — πρόσωθεν from afar attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσσοθεν — Α επίρρ. (επικ. τ.) βλ. πρόσωθεν …   Dictionary of Greek

  • πόρρωθεν — ΜΑ επίρρ. βλ. πρόσωθεν …   Dictionary of Greek

  • πρόσσοθεν — indeclform (adverb) πρόσωθεν from afar epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»