-
1 ἔλκος
ἔλκος, τό, die Wunde; ἕλκος δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται Il. 4, 190; ἕλκος ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde, 2, 723; Folgde; ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen, Theocr. 11, 15. Bei den Aerzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum, Plut. amat. 24. – Uebertr., Schaden, Unheil, πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν Aesch. Ag. 626; vgl. Solon eleg. 17 bei Dem. 29, 255; τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; Soph. Ant. 648.
-
2 έλκος
-
3 ἕλκος
-
4 ἕλκος
ἕλκος (ἕλκεος, -ει, -ος; -έων, -εα.)1 wound, soreἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν P. 1.52
ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48
τρωμὰν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν P. 4.271
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.29
πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. met.στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
-
5 ἕλκος
2 festering wound, sore, ulcer, ἕ. ὕδρου the festering bite of a serpent, Il.2.723; plague-ulcer, Th.2.49, X.Eq.5.1, etc. (Gal. 10.232 defines ἕ. as ἡ τῆς συνεχείας λύσις ἐν σαρκώδει μορίῳ, and both 1.1 and 1.2 are treated in Hp.Ulc.; ἕ. is applied to amputations in Art.68.)II metaph., wound, loss, Sol.4.17, S.Ant. 652,al.;ἕ. δήμιον A.Ag. 640
; ὑποκάρδιον ἕ. Theoc.11.15;γίγνεται ἕ. ἐφ' ἕλκει Lib.Ep.1063.6
. (Orig. Ελκος, cf. Lat. ulcus, Skt. árśas (n.) 'haemorrhoid': ἕ- by influence of ἕλκω.) -
6 ἔλκος
ἔλκος, τό, die Wunde; ἕλκος ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde; ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen. Bei den Ärzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum. Übertr., Schaden, Unheil -
7 ελκος
- εος τό1) рана(ἕ. κυνόδηκτον Arst.)
ἕ. ὕδρου Hom. — укус водяной змеи;ὑποκάρδιον ἕ. Theocr. — сердечная рана2) язва, нарыв Thuc., Xen.ἄλλων ἰατοός, αὐτὸς ἕλκεσι βρύων погов. Plut. — других лечит, а сам весь в язвах
3) перен. удар, бедствие, несчастье(ἕ. δήμιον Aesch.; πάσῃ πόλει ἕ. Dem.)
-
8 ἕλκος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕλκος
-
9 ἕλκος
Grammatical information: n.Meaning: `wound, ulcer' (Il.).Derivatives: Dimin. ἑλκύδριον (Hp., Ar.; on the suffix Chantr. Form. 72f.); ἑλκώδης `ulcerated' (Hp., E.), ἑλκήεις `id.' (Man.); denomin. verbs: ἑλκόομαι, - όω `fester', act. `wound' (Hp., E.; also with prefix: ἀν-, ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-, καθ-, προ-); from it ( ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-)ἕλκωσις `festering' (Hp., Th.) with ἑλκωτικός, ἕλκωμα `wound, ulcer' (Hp., Thphr.) with ἑλκωματικός; from ἐφελκόομαι also ἐφελκίς `scab of a wound' (medic.); ἑλκαίνω `fester' (A. Ch. 843) with postverbal ἕλκανα τραύματα H. (not correct Benveniste Origines 16); also ἑλκανῶσα ἡλκωμένη η ἡλκοποιημένη ὑπὸ πυρός H. (Schwyzer 700).Origin: IE [Indo-European] [310] *h₁elḱ-os `ulcer'Etymology: Old noun, identical with Lat. ulcus (\< * elkos) `ulcer', Skt. árśas- n. `haemorrhoids'. The spir. asper from ἕλκω?Page in Frisk: 1,496-497Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕλκος
-
10 ἕλκος
ἕλκος, ους, τό (s. ἑλκόω; Hom.+) wound (so Il. 4, 190; Antig. Car. 36) or sore, abscess, ulcer (so Thu., Theophr., Polyb., also SIG 1168, 114; 1169, 38; SEG XLII, 818, 3; LXX; TestSol 9:6; Just., D. 115, 5). The latter seems to be implied Lk 16:21, for the narrative indicates that the beggar desires food, not medical attention (also s. next entry). ἕ. κακὸν καὶ πονηρόν (cp. Dt 28:35; Job 2:7) a foul and vile sore Rv 16:2. ἐβλασφήμησαν ἐκ τῶν ἑ. αὐτῶν they reviled (God) because of their sores vs. 11.—B. 304. Schmidt, Syn. III 297–302. DELG. M-M. -
11 έλκος
το мед. язва; язвенная болезнь;έλκος στομάχου — язва желудка;
μαλακόν — мягкий шанкр;σκληρόν — твёрдый шанкр -
12 ἕλκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἕλκος
-
13 έλκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έλκος
-
14 ἕλκος
рана, язва, нарыв, струп.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἕλκος
-
15 ἕλκος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἕλκος
-
16 ἕλκος
-ους + τό N 3 12-1-0-1-0=14 Ex 9,9.10.11(bis); Lv 13,18festering wound, sore, ulcerCf. LE BOULLUEC 1989, 131 -
17 έλκος
[элкос] ουσ ο язва. -
18 έλκος
ulcère -
19 έλκος
wrzód (m) rzecz. -
20 έλκος
vřed
См. также в других словарях:
ἕλκος — wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
έλκος — το ους, πληθ. η (ιατρ.), παθολογική διάβρωση ιστού του σώματος, που εκτείνεται σε βάθος και δύσκολα επουλώνεται, έλκωση, τραύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγεδαινικό έλκος — (Ιατρ.). Έλκος με τάσεις επέκτασης. Το έλκος αυτό καταστρέφει το δέρμα, φτάνοντας έως το σημείο να αποκαλύπτει τους μυς, τους τένοντες και τα αγγεία (διατιτραίον φ.έ.). Σε άλλες περιπτώσεις απλώνεται διαρκώς στην επιφάνεια. Το φ.έ. μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐχ ὅλον, ὥς φάσιν, ἕλκος. — ἀλλ’ οὐχ ὅλον, ὥς φάσιν, ἕλκος. См. Не вспоминай того, что было. Не растравляй душевных ран … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μαλακό έλκος — Λοιμώδες, σεξουαλικά μεταδιδόμενο (αφροδίσιο) νόσημα που εκδηλώνεται στα εξωτερικά γεννητικά όργανα με την εμφάνιση πυώδους ελκωτικής βλάβης με ανώμαλα χείλη και σκούρο πυθμένα. Οφείλεται σε κοκκοβακτηρίδιο, τον αιμόφιλο του Ντικρέ, και… … Dictionary of Greek
Κνίζειν ἓλκος. — См. Где наболело, там не тронь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἕλκει — ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕλκεϊ , ἕλκος wound neut dat sg (epic ionic) ἕλκος wound neut dat sg ἕλκω sulcus pres ind mp 2nd sg ἕλκω sulcus pres ind act 3rd sg ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἑλκέω drag… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλκη — ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑλκέω drag about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκοῖν — ἕλκος wound neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκέων — ἕλκος wound neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἑλκέω drag about pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)