Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλκος

См. также в других словарях:

  • ἕλκος — wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • έλκος — το ους, πληθ. η (ιατρ.), παθολογική διάβρωση ιστού του σώματος, που εκτείνεται σε βάθος και δύσκολα επουλώνεται, έλκωση, τραύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγεδαινικό έλκος — (Ιατρ.). Έλκος με τάσεις επέκτασης. Το έλκος αυτό καταστρέφει το δέρμα, φτάνοντας έως το σημείο να αποκαλύπτει τους μυς, τους τένοντες και τα αγγεία (διατιτραίον φ.έ.). Σε άλλες περιπτώσεις απλώνεται διαρκώς στην επιφάνεια. Το φ.έ. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλ’ οὐχ ὅλον, ὥς φάσιν, ἕλκος. — ἀλλ’ οὐχ ὅλον, ὥς φάσιν, ἕλκος. См. Не вспоминай того, что было. Не растравляй душевных ран …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαλακό έλκος — Λοιμώδες, σεξουαλικά μεταδιδόμενο (αφροδίσιο) νόσημα που εκδηλώνεται στα εξωτερικά γεννητικά όργανα με την εμφάνιση πυώδους ελκωτικής βλάβης με ανώμαλα χείλη και σκούρο πυθμένα. Οφείλεται σε κοκκοβακτηρίδιο, τον αιμόφιλο του Ντικρέ, και… …   Dictionary of Greek

  • Κνίζειν ἓλκος. — См. Где наболело, там не тронь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἕλκει — ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕλκεϊ , ἕλκος wound neut dat sg (epic ionic) ἕλκος wound neut dat sg ἕλκω sulcus pres ind mp 2nd sg ἕλκω sulcus pres ind act 3rd sg ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἑλκέω drag… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλκη — ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑλκέω drag about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκοῖν — ἕλκος wound neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκέων — ἕλκος wound neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἑλκέω drag about pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»