Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄκνος

См. также в других словарях:

  • ὄκνος — shrinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») …   Dictionary of Greek

  • ὄκνοι — ὄκνος shrinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνοις — ὄκνος shrinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνον — ὄκνος shrinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνου — ὄκνος shrinking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνους — ὄκνος shrinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνων — ὄκνος shrinking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»