Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιθέμεν

См. также в других словарях:

  • τιθέμεν — τίθημι p pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθεμεν — τίθημι p pres ind act 1st pl τίθημι p imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέματος — η, ο [θέμα] Γλωσσ. χαρακτηρισμός ορισμένης κατηγορίας κλίσεως τών ονομάτων και τών ρημάτων τών ινδοευρωπαϊκών* κυρίως γλωσσών. Ως αθέματα χαρακτηρίστηκαν εκείνα, τών οποίων ο σχηματισμός επιτυγχάνεται με απευθείας σύναψη θέματος και κατάληξης… …   Dictionary of Greek

  • κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»